Μέτρηση οστικής πυκνότητας

Η οστεοπόρωση, κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική αντοχή, εμφανίζεται συνήθως στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, αλλά και στους άνδρες και γυναίκες με υποκείμενες καταστάσεις ή σημαντικούς παράγοντες κινδύνου που συνδυάζονται με την αφαλάτωση του οστού. Η κύρια κλινική εκδήλωσή της είναι τα κατάγματα σπονδύλων και ισχίου, αν και τα κατάγματα μπορεί να συμβούν σε οποιαδήποτε σημείο του σκελετού.

Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας (Bone Mineral Density) αποτελεί μία γρήγορη, ανώδυνη, μη επεμβατική και με ελάχιστη έκθεση σε ακτινοβολία μέθοδος εκτίμησης της οστικής πυκνότητας και του κινδύνου εμφάνισης μελλοντικών οστικών καταγμάτων και ταυτόχρονα εκτιμά την αποτελεσματικότητα της λαμβανόμενης φαρμακευτικής αγωγής ώστε αυτή να συνεχιστεί, να τροποποιηθεί ή να διακοπεί.

Μέτρηση οστικής πυκνότηταςΕνδείξεις διενέργειας μέτρησης οστικής πυκνότητας*:

Ηλικία <50 ετών:

  • Ιστορικό καταγμάτων χαμηλής βίας.
  • Υπογοναδισμός.
  • Πρώιμη εμμηνόπαυση (<45 ετών).
  • Σύνδρομα δυσαπορρόφησης.
  • Πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός.
  • Φαρμακευτική αγωγή σχετιζόμενη με απώλεια οστικής μάζας ή/και κίνδυνο κατάγματος (πχ στεροειδή, αναστολείς αρωματάσης, κτλ).
  • Έτερα παθολογικά νοσήματα σχετιζόμενα με απώλεια οστικής μάζας ή/και κίνδυνο κατάγματος (πχ ρευματοειδής αρθρίτιδα, σύνδρομο Cushing, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, σοβαρή ΧΑΠ, κ.ά.)

Ηλικία 50-64 ετών:

  • Κάταγμα χαμηλής βίας μετά την ηλικία των 40 ετών.
  • Κάταγμα ισχίου γονέα.
  • Σπονδυλικό κάταγμα ή/και οστεοπενική απεικόνιση οστών σε ακτινογραφίες
  • Χαμηλό βάρος (<60 κ.) ή/και απώλεια βάρους >10% από το βάρος του ασθενή στην ηλικία των 25 ετών.
  • Κατανάλωση αλκοόλ (>25-30 γρ. ημερησίως) ή/και κάπνισμα.
  • Έτεροι παράγοντες και νόσοι (όπως στην ηλικιακή ομάδα < 50 ετών).

Ηλικία >65 ετών:

  • Όλοι οι άνδρες και γυναίκες.

*Πρωτόκολλα ιατρικών πράξεων και φαρμάκων εθνικού οργανισμού φαρμάκων.

Επίσης, μπορεί να απαιτηθεί να γίνει μέτρηση στις παρακάτω περιπτώσεις (πιθανές ενδείξεις σπονδυλικού κατάγματος):

  • Ακτινογραφία σπονδυλικής στήλης με εμφανές κάταγμα ή απώλεια οστικής πυκνότητας.
  • Εμμένον άλγος στην πλάτη ή οσφυϊκή χώρα με πιθανό κάταγμα στην σπονδυλική στήλη.
  • Απώλεια ύψους άνω των 1,3 εκατοστών μέσα σε χρονικό διάστημα ενός έτους.
  • Συνολική απώλεια ύψους άνω των 4 εκατοστών (από το αρχικό ανάστημα του ατόμου).
Φάρμακα που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο γενικευμένης οστεοπόρωσης σε ενήλικες
  • Γλυκοκορτικοειδή.
  • Κυκλοσπορίνη.
  • Αντιεπιληπτικά.
  • Υπερβολική αλκοόλη.
  • Υπερβολική θυροξίνη.
  • Αλουμίνιο.
  • Αγωνιστές της εκλυτικής ορμόνης της γοναδοτροπίνης (GnRH).
  • Ηπαρίνη.
  • Λίθιο.

Τύποι μέτρησης οστικής πυκνότητας:

Κεντρομελική DXA (DEXA):

Οι διεθνείς συστάσεις για την μέτρηση οστικής πυκνότητας προτείνουν την χρήση της μεθόδου «κεντρομελικής» DXA (Dual energy X-ray Absorsiometry) στο ισχίο και την οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Αν δεν είναι δυνατή η μέτρηση σε αυτές τις θέσεις, η μέτρηση μπορεί ακόμη να γίνει στα οστά του πήχη (άπω τριτημόριο της κερκίδας).

Η επιλογή των θέσεων αυτών του σκελετού για τη διενέργεια των μετρήσεων γίνεται επειδή τα οστά αυτά είναι πιο επιρρεπή στα οστεοπορωτικά κατάγματα απαιτούν μακροχρόνια ανάρρωση, μπορούν να οδηγήσουν σε αναπηρία και ταυτόχρονα αποτελούν και δείκτη εκτίμησης κινδύνου νέων – μελλοντικών καταγμάτων σε άλλα οστά.

«Περιφερικού τύπου» εξετάσεις:

Είναι μετρήσεις σε περιφερικά μέρη του σκελετού, όπως ο καρπός, τα δάχτυλα, η πτέρνα και το κατώτερο μέρος του πήχη. Τέτοιες μέθοδοι είναι :

  • pDXA (περιφερική DXA).
  • QUS (quantitative ultrasound= ποσοτικοποιημένο υπερηχογράφημα),
  • pQCT (peripheral quantitative computed tomography= περιφερική ποσοτικοποιημένη αξονική τομογραφία).

Οι μετρήσεις αυτές έχουν κάποια μειονεκτήματα που αφορούν κυρίως την ακρίβεια των μετρήσεων, το κόστος, την επαναληψιμότητα και το ποσό της ακτινοβολίας (pQCT). Μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυρίως ως μέθοδος διαλογής (screening test) και σε παχύσαρκους ασθενείς που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ιατρικά μηχανήματα κεντρομελικής DXA, αλλά όχι για την διάγνωση της οστεοπόρωσης ή της αξιολόγηση της λαμβανόμενης φαρμακευτικής αγωγής.

Αξιολόγηση μέτρησης οστικής πυκνότητας - Ορισμοί:

Τα αποτελέσματα μιας μέτρησης οστικής πυκνότητας εκτιμώνται με τη χρήση των T-scores (σταθερές αποκλείσεις). Το T-score είναι μια ένδειξη για το πόσο υψηλότερη ή χαμηλότερη είναι η οστική πυκνότητα από την πυκνότητα οστού ενός υγιούς 30χρονου ενήλικα.

Μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, γυναίκες σε κλιμακτηριακή περίοδο και άνδρες >50 ετών*:

  • Φυσιολογική οστική πυκνότητα: Τ-score ± 1.0.
  • Οστεοπενία: Τ-score μεταξύ -1,0 και -2,5.
  • Οστεοπόρωση: Τ-score < -2,5

Εγκατεστημένη οστεοπόρωση:

  • Τ-score < -2,5 και ένα ή περισσότερα οστεοπορωτικά κατάγματα.

*Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας

Προ-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες και άνδρες <50 ετών:

Η διάγνωση της οστεοπόρωσης δεν τίθεται μόνο από τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες, αλλά απαιτείται και έτερη ένδειξη ελαττωμένης οστικής αντοχής (πχ προηγούμενο κάταγμα χαμηλής βίας, νόσος σχετιζόμενη με αυξημένο κίνδυνο κατάγματος). Προτιμητέα η χρήση των Z-scores (η οστική πυκνότητα συγκρινόμενη με την οστική πυκνότητα που έχει ο μέσος άνθρωπος της ίδιας ηλικίας και σωματότυπου) και όχι των T-scores, ενώ οι δόκιμοι όροι για τις ηλικίες αυτές είναι:

  • Οστική πυκνότητα κατώτερη της αναμενόμενης ηλικιακής διακύμανσης: Ζ-score < -2,0.
  • Οστική πυκνότητα εντός της αναμενόμενης ηλικιακής διακύμανσης: Ζ-score > -2,0.

Αποτέλεσμα μέτρησης οστικής πυκνότηταςΑποτέλεσμα μέτρησης της οστικής πυκνότητας της οσφυικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και του ισχίου

Επανάληψη μέτρησης οστικής πυκνότητας:

Ασθενείς που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή για οστεοπόρωση θα πρέπει να επαναλαμβάνουν την μέτρηση οστικής πυκνότητας (κατά προτίμηση στην ίδια περιοχή σώματος) κάθε ένα με δύο έτη. Συστήνεται η επανάληψη της μέτρησης κάθε έτος, όταν συνταγογραφείται ένα νέο φαρμακευτικό σκεύασμα για την οστεοπόρωση.

Πηγή:

Σχετικά άρθρα