Εμβόλιο φυματίωσης

Το αντιφυματικό εμβόλιο ή BCG (Bacillus Calmette-Guerin or BCG Vaccine) είναι ένα εμβόλιο που περιέχει εξασθενημένα μυκοβακτηρίδια φυματίωσης βοείου τύπου (Μ. bovis) και παρέχει προστασία από τη φυματίωση. Κύρια ένδειξη του εμβολιασμού με BCG είναι η προφύλαξη από τη φυματίωση ατόμων που δεν έχουν έλθει σε επαφή με το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης, όπως αυτό πιστοποιείται από την αρνητική δερμοαντίδραση και στοχεύει στην ανάπτυξη κυτταρικής ανοσίας από τον οργανισμό.

Το εμβόλιο χρησιμοποιείται παγκοσμίως και ιδιαίτερα σε χώρες με υψηλό επιπολασμό της φυματίωσης, για την πρόληψη της παιδικής φυματιώδους μηνιγγίτιδας και της κεγχροειδούς φυματίωσης. Η χρήση του σε ανεπτυγμένες χώρες (πχ ΗΠΑ) γενικά δεν συνιστάται, λόγω του χαμηλού κινδύνου για λοίμωξη από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης του πληθυσμού, την μεταβλητή (ασταθή) αποτελεσματικότητα του εμβολίου έναντι της πνευμονικής φυματίωσης των ενήλικων αλλά και της πιθανής παρεμβολής του εμβολίου με την δερμοαντίδραση φυματίνης (Mantoux).

Ενδείξεις αντιφυματικού εμβολίου:

Εμβόλιο φυματίωσηςΤο εμβόλιο γενικά συνιστάται σε χώρες με μεγάλη επίπτωση φυματίωσης σε νεογνά αμέσως μετά τη γέννησή τους και σε νήπια και μεγαλύτερα παιδιά HIV(+) όταν δεν έχουν συμπτώματα και σε χώρες με μικρή επίπτωση φυματίωσης σε νήπια και παιδιά εκτεθειμένα σε φυματικό περιβάλλον και μάλιστα πολυανθεκτικής φυματίωσης καθώς και σε εκτεθειμένους στη νόσο ενήλικες.

Ειδικότερα το εμβόλιο συνιστάται για:

  • Προφύλαξη από φυματίωση παιδιών με αρνητική φυματινοαντίδραση, σύμφωνα με ειδικό πρόγραμμα των υγειονομικών υπηρεσιών.
  • Προφύλαξη ατόμων τα οποία έρχονται σε επαφή με άτομα με ενεργό νόσο (θετικά πτύελα) ή ατόμων που ζουν σε περιοχές με υψηλό δείκτη διαμόλυνσης (π.χ αθίγγανοι και άλλες πληθυσμιακές ομάδες που ζουν σε συνθήκες ομαδικής διαβίωσης).
  • Προφύλαξη από φυματίωση παιδιών που γεννιούνται από μητέρες φορείς AIDS, εφόσον αποδειχθεί ότι δεν έχουν βλάβες του ανοσοποιητικού τους συστήματος (όχι βρέφη που έχουν παρουσιάσει ήδη συμπτωματολογία βρεφικού AIDS).
  • Προφύλαξη από φυματίωση των νεογνών, στο άμεσο περιβάλλον των οποίων, υπάρχει άτομο με φυματίωση (εμβολιάζονται κατά τη γέννηση).
  • Σε νηπιαγωγούς και δασκάλους* πριν από την πρόσληψη, σε φοιτητές ιατρικής, νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό και σε αλλοδαπούς από Ασιατικές και Αφρικανικές χώρες εγκατεστημένους στην Ελλάδα.

*Αναφορικά με τον έλεγχο των εκπαιδευτικών, είναι απαραίτητη η ακτινογραφία θώρακος (αν δεν υπάρχει ιατρική αντένδειξη) και η δερμοαντίδραση (Mantoux) κατά την πρόσληψή τους και στη συνέχεια ανά πενταετία. Στην περίπτωση που κατά το μεσοδιάστημα εμφανιστεί επίμονος βήχας, ο οποίος διαρκεί περισσότερο από ένα μήνα, πέραν της κλινικής εξέτασης, πρέπει να γίνεται έλεγχος με ακτινογραφία θώρακος. Αν υπάρχουν ακτινολογικά ευρήματα, επιβάλλεται περαιτέρω έλεγχος του εκπαιδευτικού και έλεγχος του ευρύτερου κοινωνικού και ιδιαίτερα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος.

Update22.06.20
Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών μετά από ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και εκτενή συζήτηση, κατέληξε σύμφωνα και με την πρόσφατη απόφαση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει έως σήμερα επιστημονική τεκμηρίωση ότι το εμβόλιο BCG προστατεύει από τη λοίμωξη COVID-19.

 

Εμβολιασμός ΒCG

Η πρόληψη της φυματίωσης συστήνεται να γίνεται με εμβολιασμό με BCG στη γέννηση σε νεογνά αυξημένου κινδύνου όπως αυτά περιγράφονται παρακάτω:

  • Νεογνά μεταναστών που προέρχονται από χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη φυματιώδους διαμόλυνσης ή που ζουν σε δυσχερείς συνθήκες.
  • Νεογνά αθίγγανων καθώς και άλλων πληθυσμιακών ομάδων που ζουν σε συνθήκες ομαδικής διαβίωσης.
  • Νεογνά οροθετικών HIV(+) μητέρων (εξαιρούνται βρέφη που έχουν ήδη συμπτωματολογία βρεφικού AIDS).
  • Νεογνά οικογενειών που πρόκειται να μετακινηθούν σε χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη φυματιώδους διαμόλυνσης.
  • Νεογνά στο άμεσο περιβάλλον των οποίων υπάρχει άτομο με ενεργό φυματίωση, το οποίο δεν συμμορφώνεται στη θεραπεία ή πάσχει από πολυανθεκτική νόσο και το παιδί δεν μπορεί να απομακρυνθεί.

Ο εμβολιασμός επίσης συστήνεται σε μεγαλύτερα βρέφη και παιδιά μέχρι και την ηλικία των 5 ετών που ανήκουν στις προαναφερθείσες ομάδες αυξημένου κινδύνου και δεν έχουν εμβολιαστεί με BCG.

Δοκιμασία Mantoux

Προληπτικός έλεγχος με τη δοκιμασία Mantoux στην ηλικία 4-6 ετών συνιστάται στην παρούσα μεταβατική περίοδο μετακίνησης από τον καθολικό εμβολιασμό με BCG προς τον εμβολιασμό στη γέννηση των παιδιών που ανήκουν στις παραπάνω ομάδες αυξημένου κινδύνου.

Πηγή: Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Παιδιών και Εφήβων (2017)

Αντενδείξεις αντιφυματικού εμβολίου:

Το εμβόλιο δεν πρέπει να χορηγείται:

  • Σε άτομα με συγγενή ή επίκτητη ανοσολογική ανεπάρκεια κυτταρικού κυρίως τύπου, με κακοήθη νοσήματα, ή σε ανοσοκατασταλμένους.
  • Στην εγκυμοσύνη.
  • Σε άτομα με εγκαύματα, έκζεμα και πυοδερμία.
  • Κατά την διάρκεια εμπύρετων νοσημάτων.
  • Σε άτομα με υπερευαισθησία σε οποιοδήποτε συστατικό του εμβολίου.
  • Σε πρόωρα νεογνά κάτω των 32 εβδομάδων κύησης.

Δοσολογία - Χορήγηση:

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), επισημαίνοντας τον κίνδυνο της επανεμφάνισης μεγάλου αριθμού κρουσμάτων φυματίωσης (μετανάστες, μετακινούμενοι πληθυσμοί κ.ά.) συσχετιζομένου συχνά και με τα κρούσματα του AIDS παγκοσμίως, συνιστά την διεξαγωγή επιδημιολογικών ερευνών, σε συνδυασμό με την ανεύρεση δεικτών διαμόλυνσης του ευπαθούς πληθυσμού, προκειμένου τα κράτη - μέλη του να αναπροσαρμόσουν τα προγράμματα αντιφυματικού αγώνα συμπεριλαμβάνοντας και τον αντιφυματικό εμβολιασμό (BCG).

Κατά συνέπεια ο αντιφυματικός εμβολιασμός BCG θα εξακολουθήσει να γίνεται όπως και τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή στην ηλικία των 6 ετών, αφού προηγουμένως γίνει έλεγχος με δερμοαντίδραση Mantoux.

Για όσα παιδιά δεν εμβολιάστηκαν για διάφορους λόγους στη συνιστώμενη ηλικία ο εμβολιασμός μπορεί να γίνει μέχρι την ηλικία των 12 ετών. Πρέπει να γίνεται κάθε προσπάθεια ο εμβολιασμός να πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους. Επιπλέον, όσοι υγιείς ενήλικες απαιτείται για συγκεκριμένους λόγους να εμβολιαστούν, μπορούν με ασφάλεια να το κάνουν (ο εμβολιασμός με BCG γίνεται ανεξαρτήτου ορίου ηλικίας χωρίς ιατρικές αντενδείξεις), εφόσον προηγηθεί έλεγχος με δερμοαντίδραση Mantoux. Έλεγχος της Mantoux μετά τον εμβολιασμό για πιστοποίηση της θετικοποίησής της δε συνιστάται.

Παράλληλα, συνιστάται μαζικός προληπτικός έλεγχος με δερμοαντίδραση Mantoux στις ηλικίες 12-15 μηνών, 4 έως 6 ετών (πριν τον εμβολιασμό με BCG) και στην ηλικία 11 έως 12 ετών στα ανεμβολίαστα παιδιά (όταν γίνεται η εκτίμηση της εμβολιαστικής τους κάλυψης).

Το εμβόλιο γίνεται με ενδοδερμική ένεση, νυγμούς ή σκαριφισμούς. Η ενδοδερμική ένεση προτιμάται, γιατί θετικοποιεί τη φυματιναντίδραση σε υψηλότερα ποσοστά.

Στην χώρα μας τόσο η δερμοαντίδραση Mantoux όσο και ο αντιφυματικός εμβολιασμός (BCG) γίνονται ενδοδερμικά στον αριστερό ώμο στο σημείο καταφύσεως του δελτοειδούς. Σε μερικές χώρες γίνεται στο άνω μέρος της πρόσθιας έξω επιφάνειας του μηρού γιατί ακολουθείται σε μικρότερο ποσοστό από χηλοειδή.

Σε παιδιά άνω του ενός (1) έτους και σε ενήλικες η δόση του εμβολίου είναι 0,1 ml. Σε βρέφη κάτω του ενός (1) έτους η δόση είναι 0,05 ml.

Τροποποίηση χρονοδιαγράμματος Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών αναφορικά με τον αντιφυματικό εμβολιασμό
Το χρονοδιάγραμμα του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών τροποποιείται ως εξής:
  • Η πρόληψη της φυματίωσης συστήνεται να γίνεται με εμβολιασμό με BCG στη γέννηση νεογνών αυξημένου κινδύνου όπως:
    • Νεογνά μεταναστών από χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη φυματιώδους διαμόλυνσης.
    • Νεογνά αθιγγάνων καθώς και άλλων πληθυσμιακών ομάδων που ζουν σε συνθήκες ομαδικής διαβίωσης.
    • Νεογνά μητέρων που έχουν μολυνθεί με τον ιό HIV (εξαιρούνται βρέφη που έχουν ήδη συμπτωματολογία βρεφικού AIDS).
    • Νεογνά οικογενειών που πρόκειται να μετακινηθούν σε χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη φυματιώδους διαμόλυνσης.
    • Νεογνά στο άμεσο περιβάλλον των οποίων υπάρχει άτομο με ενεργό φυματίωση, το οποίο δεν συμμορφώνεται στη θεραπεία ή πάσχει από πολυανθεκτική νόσο και το παιδί δεν μπορεί να απομακρυνθεί.

Ο εμβολιασμός επίσης συστήνεται σε μεγαλύτερα βρέφη και παιδιά μέχρι και την ηλικία των 5 ετών που ανήκουν στις προαναφερθείσες ομάδες αυξημένου κινδύνου και δεν έχουν εμβολιαστεί με BCG.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν θα διενεργείται πλέον καθολικός αντιφυματικός εμβολιασμός στην σχολική ηλικία.

Η δερμοαντίδραση Mantoux συστήνεται:

  1. σε παιδιά που ανήκουν στις προαναφερθείσες ομάδες αυξημένου κινδύνου στις ηλικίες 12-15 μηνών, 4 έως 6 ετών και στην ηλικία 11 έως 12 ετών αλλά και ανεξαρτήτως ηλικίας όποτε δοθεί η ευκαιρία
  2. σε όλα τα παιδιά στο νηπιαγωγείο.

Επισημαίνεται, ότι η δερμοαντίδραση Mantoux δύναται να διενεργείται και σε κάθε περίπτωση κατά την κρίση του θεράποντος παιδιάτρου (ιστορικό επαφής με ενήλικο πάσχοντα από φυματίωση, χορήγηση θεραπείας με βιολογικό παράγοντα κλπ).

Πηγή: Εγκύκλιος Υπουργείου Υγείας Γ1α/Γ.Π.οικ.34680 - 16/5/16

Update

Νεότερη τροποποίηση Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών αναφορικά με τον αντιφυματικό εμβολιασμό
Με την νεότερη τροποποίηση αποφασίστηκε η διακοπή της εφαρμογής καθολικού αντιφυματικού εμβολιασμού (εμβόλιο BCG) στα παιδιά της Α΄ δημοτικού, λόγω της χαμηλής ενδημικότητας για τη φυματίωση στην Ελλάδα και της ανεπαρκούς αποτελεσματικότητας του εμβολιασμού.

Το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών τροποποιείται ως ακολούθως:

  • Η πρόληψη της φυματίωσης συστήνεται να γίνεται με εμβολιασμό με BCG στη γέννηση σε νεογνά αυξημένου κινδύνου όπως αυτά περιγράφονται παρακάτω:
    • Νεογνά μεταναστών που προέρχονται από χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη φυματιώδους διαμόλυνσης ή που ζουν σε δυσχερείς συνθήκες.
    • Νεογνά αθιγγάνων καθώς και άλλων πληθυσμιακών ομάδων που ζουν σε συνθήκες ομαδικής διαβίωσης.
    • Νεογνά μητέρων που έχουν μολυνθεί με τον ιό HIV (εξαιρούνται βρέφη που έχουν ήδη συμπτωματολογία βρεφικού AIDS).
    • Νεογνά οικογενειών που πρόκειται να μετακινηθούν σε χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη φυματιώδους διαμόλυνσης.
    • Νεογνά στο άμεσο περιβάλλον των οποίων υπάρχει άτομο με ενεργό φυματίωση, το οποίο δε συμμορφώνεται στη θεραπεία ή πάσχει από πολυανθεκτική νόσο και το παιδί δεν μπορεί να απομακρυνθεί.
  • Ο εμβολιασμός με BCG συστήνεται επίσης σε μεγαλύτερα βρέφη και παιδιά μέχρι και την ηλικία των 5 ετών που ανήκουν στις προαναφερθείσες ομάδες αυξημένου κινδύνου και δεν έχουν εμβολιαστεί με BCG.
Πηγή: Εγκύκλιος Υπουργείου Υγείας Γ1α/Γ.Π.οικ.69076 - 16/9/16

Update

Επικαιροποίηση της τροποποίησης του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών αναφορικά με τον αντιφυματικό εμβολιασμό σε νεογνά και παιδιά που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου

Με την επικαιροποίηση συστήνεται η διενέργεια του αντιφυματικού εμβολιασμού στα νεογνά ως εξής:

Η πρόληψη της φυματίωσης συστήνεται να γίνεται με εμβολιασμό με BCG στη γέννηση σε νεογνά τα οποία ανήκουν στις παρακάτω ομάδες αυξημένου κινδύνου:

  • Νεογνά μεταναστών και προσφύγων που ζουν υπό δυσχερείς συνθήκες.
  • Νεογνά αθίγγανων καθώς και άλλων πληθυσμιακών ομάδων που ζουν σε συνθήκες ομαδικής διαβίωσης.
  • Νεογνά χρηστών ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών.
  • Νεογνά των οποίων μέλος του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος, ήταν πρόσφατα στη φυλακή.
  • Νεογνά HIV θετικών μητέρων τα οποία όμως δεν έχουν μολυνθεί από τον ιό.
  • Νεογνά οικογενειών που πρόκειται να μετακινηθούν σε χώρες με υψηλή (>50/100.000) ή μέση (>20/100.000) επίπτωση φυματίωσης.
  • Νεογνά, βρέφη και παιδιά στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον των οποίων υπάρχει άτομο με ενεργό φυματίωση, το οποίο δεν συμμορφώνεται στη θεραπεία ή πάσχει από πολυανθεκτική νόσο και το παιδί δεν μπορεί να απομακρυνθεί.

Το εμβόλιο θα πρέπει να γίνεται εντός 15 ημερών από την γέννηση.

Επίσης ο εμβολιασμός με BCG συστήνεται σε μεγαλύτερα βρέφη και παιδιά μέχρι και την ηλικία των 5 ετών που ανήκουν στις ομάδες αυξημένου κινδύνου και δεν έχουν εμβολιαστεί με BCG. Σε παιδιά άνω του ενός (1) έτους η δόση του εμβολίου B.C.G. είναι 0,1 ml εμβολίου. Σε βρέφη κάτω του ενός (1) έτους η δόση είναι 0,05 ml.

Εφιστούμε την προσοχή σας στη καλή εφαρμογή της τεχνικής, ώστε τόσο η δερμοαντίδραση mantoux όσο και ο αντιφυματικός εμβολιασμός (B.C.G.) να διενεργούνται καθαρά ενδοδερμικά.

Διενέργεια εμβολιασμού στα μαιευτήρια

  • Ο εμβολιασμός με BCG θα διενεργείται σε όλα τα δημόσια και ιδιωτικά μαιευτήρια. Κάθε μαιευτήριο μπορεί να ορίσει μια ή δύο ημέρες την εβδομάδα κατά τις οποίες θα διενεργείται ο εμβολιασμός.
  • Στα μαιευτήρια θα πρέπει να καθορίζονται πριν την έξοδο τα νεογνά που ανήκουν στις ομάδες αυξημένου κινδύνου.
  • Ο καθορισμός των νεογνών που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου και πρέπει να εμβολιαστούν θα γίνεται από τον παιδίατρο/νεογνολόγο της μαιευτικής κλινικής του Νοσοκομείου που γεννιέται το νεογνό. Εφόσον δεν εμβολιαστεί το νεογνό κατά την διάρκεια διαμονής του στο νοσοκομείο θα επισημαίνεται στο βιβλιάριου γείας του παιδιού. Στο βιβλιάριο των νεογνών αυτών θα τοποθετείται ειδική σφραγίδα στην οποία θα αναγράφεται ότι «Συστήνεται ο άμεσος εμβολιασμός του βρέφους με BCG».
  • Για την υλοποίηση του εμβολιασμού θα συστηθεί σε κάθε μαιευτήριο επιστημονική ομάδα η οποία θα περιλαμβάνει ιατρό, μαία ή επισκέπτρια υγείας και εν ελλείψει αυτών νοσηλεύτρια.

Διενέργεια εμβολιασμού στα εμβολιαστικά κέντρα

  • Στις περιπτώσεις που δεν έχει γίνει εμβολιασμός σε νεογνό που ανήκει στις παραπάνω ομάδες αυξημένου κινδύνου ο εμβολιασμός θα γίνεται στα εμβολιαστικά κέντρα, τα οποία θα πρέπει να καθορισθούν από τις ΥΠΕ για την περιοχή αρμοδιότητας τους και να κοινοποιηθούν στην Δ/νση Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας.
  • Οι ήμερες και ώρες διεξαγωγής του εμβολιασμού θα ορίζονται από το εκάστοτε εμβολιαστικό κέντρο.
  • Τα παιδιά μέχρι 5 ετών που ανήκουν στις προαναφερθείσες ομάδες αυξημένου κινδύνου και δεν έχουν εμβολιαστεί με BCG θα παραπέμπονται στα ίδια κέντρα που θα διεξάγεται και ο εμβολιασμός των νεογνών.
  • Η φυματίνη και το BCG θα διανέμεται δωρεάν στα εμβολιαστικά κέντρα. Η προμήθεια του θα γίνεται μέσω των Υ.Π.Ε και θα βαρύνει τον προϋπολογισμό των διοικήσεων τους.
Πηγή: Εγκύκλιος Υπουργείου Υγείας Δ1α/Γ.Π.οικ.59416 - 31/7/18

Στη θέση του εμβολιασμού μετά από 2-4 εβδομάδες εμφανίζεται ροδόχρους βλατίδα μεγέθους περίπου 10 χιλιοστά. Το δέρμα της βλατίδας λεπτύνεται, γυαλίζει και συχνά εξελκώνεται καταστρέφοντας την επιδερμίδα και αφήνοντας ουλή. Η εξέλκωση είναι αβαθής και επουλώνεται συνήθως μέσα σε 3 μήνες.

Στην περίπτωση που κατά λάθος το BCC γίνει σε παιδί που έχει ήδη μολυνθεί από μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης, εμφανίζεται διήθηση του δέρματος σε 24-48 ώρες, φλύκταινα που περιέχει πύον σε 5-7 μέρες και η επούλωση ολοκληρώνεται σε 10-15 μέρες.

Η αποτελεσματικότητα του ΒCG αν και δεν είναι απαραίτητη, μπορεί να ελεγχθεί μετά από 3 μήνες με τη δερμοαντίδραση Mantoux, η οποία θετικοποιείται (>3mm). Η μη θετικοποίηση της φυμαντινατίδρασης δεν σημαίνει απαραιτήτως αποτυχία του εμβολιασμού όπως προκύπτει από κλινικές παρατηρήσεις. Η θετική φυματινοαντίδραση μπορεί να αρνητικοποιηθεί μετά από 4 χρόνια ή ακόμη νωρίτερα αν ο εμβολιασμός γίνει σε νεογνική ηλικία.

Επιπλοκές του αντιφυματικού εμβολίου:

  • Κύριες παρενέργειες: τοπικές δερματικές βλάβες που επιμένουν (έλκος, απόστημα), τοπική διαπυητική λεμφαδενίτιδα (ο κίνδυνος είναι 0,387‰ σε παιδιά μικρότερα του ενός έτους και 0,025‰ σε παιδιά μεγαλύτερα του ενός έτους), όπου μπορεί να απαιτηθεί και η αντιμετώπισή τους με ισονιαζίδη για 1-2μήνες.
  • Σπάνιες παρενέργειες: γενικευμένη φυματίωση κυρίως σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα (π.χ άτομα με κακοήθη νοσήματα, AIDS κ.α), οστεΐτιδα κυρίως σε βρέφη.
  • Μετεμβολιαστικά σύνδρομα: τοπικές χρόνιες δερματικές βλάβες με δημιουργία χηλοειδούς (ανώμαλη ουλή).

Χηλοειδές μετά από αντιφυματικό εμβολιασμόΧηλοειδές μετά από αντιφυματικό εμβολιασμό Στην χώρα μας το εμβόλιο προέρχεται από το στέλεχος Glaxo 1077 (θυγατρικό στέλεχος του αρχικού βάκιλλου των Calmette-Guerin), παρασκευάζεται από το Ινστιτούτο Παστέρ και περιέχει 200000-1000000 μυκοβακτηρίδια ανά δόση.

Αποτελεσματικότητα του εμβολίου:

Αν και το εμβόλιο της φυματίωσης εφαρμόζεται για περισσότερα από 80 χρόνια, θεωρείται ως το ασταθέστερο εμβόλιο αφού τα ποσοστά προστασίας από την ανάπτυξη της πνευμονικής φυματίωσης είναι 0 έως 80% (μέση προστασία 50%) και 80-95% (μέση προστασία 75%) από την ανάπτυξη κεγχροειδούς φυματίωσης ή φυματιώδους μηνιγγίτιδας (σοβαρές επιπλοκές της φυματίωσης) σε παιδιά.

Η διάρκεια προστασίας του εμβολίου είναι γενικά 10-15 έτη και επηρεάζεται από το στέλεχος που περιέχει, τη μεθοδολογία παρασκευής του, τη συντήρηση, τη δόση και την τεχνική εφαρμογής του, ενώ η αποτελεσματικότητά του εξαρτάται από την επίδραση ποικίλων περιβαλλοντικών και άλλων παραγόντων, όπως την ηλικία, το ανοσολογικό υπόστρωμα, τον επιπολασμό της φυματίωσης και την λοιμογόνο ισχύ των στελεχών του μυκοβακτηριδίου της φυματίωσης στην περιοχή κ.α.

Κάθε συζήτηση για διακοπή ή επιλεκτική χορήγηση BCG σε ομάδες κινδύνου, προϋποθέτει αξιόπιστο σύστημα δήλωσης νέων κρουσμάτων φυματίωσης που δεν ισχύει με κανένα τρόπο στην Ελλάδα σήμερα, πρέπει όμως να αποτελεί μείζονα στόχο του εθνικού προγράμματος ελέγχου της φυματίωσης.

Πηγή:

  • Centers for Disease Control and Prevention - BCG Vaccine.
  • Εγκύκλιος του Υπουργείου Υγείας (Αρ.Πρωτ.Υ1/Γ.Π.οικ.92954/08-10-2013) - Αντιφυματικός εμβολιασμός – Φυματίωση (Δήλωση κρουσμάτων).
  • Υπουργείο Υγείας - Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Παιδιών και Εφήβων (2017).
  • Εγκύκλιος Υπουργείου Υγείας Γ1α/Γ.Π.οικ.69076 - 16/9/16 - Αντιφυματικός εμβολιασμός

Σχετικά άρθρα