Η λύσσα (Rabies) είναι μία συνήθως θανατηφόρος οξεία εξελισσόμενη νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος που προκαλείται από τον ιό της λύσσας (Rabdoviridae family), προσβάλει όλα τα θηλαστικά και εκδηλώνεται με εγκεφαλομυελίτιδα. Η λύσσα είναι ανθρωποζωονόσος που μεταδίδεται μέσω μολυσμένων εκκρίσεων. Η μετάδοση στον άνθρωπο συνήθως επισυμβαίνει μέσω έκθεσης στη σίελο κατά το δήγμα από μολυσμένο ζώο.
Η λύσσα αποτελεί σπάνια νόσο για τον ταξιδιώτη. Ωστόσο, η περίοδος επώασής της μπορεί να είναι πολύ μακρά (έως και 7 έτη) και είναι 100% θανατηφόρος. Τα άτομα που ταξιδεύουν προς τις περιοχές αυξημένης ενδημικότητας πρέπει να είναι ενημερωμένα σχετικά με τον κίνδυνο μόλυνσης. Άτομα που πρόκειται κατά τη διαμονή τους να παραμείνουν αρκετές ώρες στο ύπαιθρο, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της νύχτας, ή που πρόκειται να ασχοληθούν με δραστηριότητες που θα τους φέρουν σε στενή επαφή με ζώα, βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο, ακόμα και αν η διάρκεια παραμονής τους είναι μικρή.
Η προληπτική χορήγηση του εμβολίου της λύσσας (Rabies Vaccine) συνιστάται στα άτομα που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο έκθεσης:
- Άτομα που λόγω του επαγγέλματός τους έρχονται σε συχνή επαφή με ζώα: κτηνίατροι, δασοφύλακες, σπηλαιολόγοι κ.ά.
- Στους μετανάστες και τους ταξιδιώτες των χωρών ενδοζωοτίας, που πρόκειται να παραμείνουν για μακρό χρονικό διάστημα ή που κάνουν συχνά ταξίδια σε αυτές τις περιοχές, και κυρίως αν ο τόπος διαμονής τους θα βρίσκεται μακριά από κάποιο καλά εξοπλισμένο κέντρο παροχής ιατρικών υπηρεσιών και οι οποίοι ανήκουν σε κατηγορία υψηλού κινδύνου (‘περιπετειώδη’ ταξίδια, ποδηλάτες, σπηλαιολόγοι, αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας, κ.ά.). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα ατυχήματα αναφέρονται σε μικρά παιδιά, και γι’ αυτό θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα ταξιδιωτών.
Το εμβόλιο της λύσσας HDCV (human diploid cell vaccine): περιέχει αδρανοποιημένο σε β-προπιολακτόνη ιό (στέλεχος Pitman-Moore). Κάθε δόση εμβολίου (1ml) περιέχει 2,5 IU αντιγόνου ιού λύσσας. Τα εμβόλια που παρασκευάζονται με καλλιέργεια του ιού σε ανθρώπινα κύτταρα έχουν υψηλό κόστος παραγωγής, και γι’ αυτό δεν είναι πάντα διαθέσιμα σε αναπτυσσόμενες χώρες.
Οδός και τρόπος χορήγησης:
Αντιλυσσικός εμβολιασμός πριν από την έκθεση:
Ο προληπτικός εμβολιασμός συνιστάται σε άτομα που μπορεί να εκτεθούν στη λύσσα λόγω επαγγέλματος ή αναψυχής και σε ταξιδιώτες σε περιοχές που ενδημεί η λύσσα.
Το εμβόλιο χορηγείται ενδομυϊκά, στο δελτοειδή στους ενήλικες και τα παιδιά, και στο πρόσθιο-έξω τμήμα του μηρού στα βρέφη. Η προληπτική χορήγηση του εμβολίου γίνεται σε 3 δόσεις, τις ημέρες 0, 7, και 21 ή 28. Κάθε δόση αντιστοιχεί σε 1ml (ή 0,1 ml αν η χορήγηση γίνει ενδοδερμικά και μόνο για το HDCV) και είναι ίδια για τα παιδιά και τους ενήλικες. Προστατευτικός τίτλος αντισωμάτων αναπτύσσεται 7-14 ημέρες μετά την 3η δόση, και διαρκεί συνήθως για 2 έτη. Η μέτρηση των εξουδετερωτικών αντισωμάτων του ορού καθοδηγεί τη χορήγηση επακόλουθων αναμνηστικών δόσεων. Τα διάφορα εμβόλια μπορούν να χορηγηθούν εναλλάξ χωρίς να επηρεάζεται η ανοσογονικότητά τους.
Αν η αναχώρηση είναι άμεση μπορούν να χορηγηθούν μία ή δύο δόσεις (1 ml) ενδομυϊκά ή εναλλακτικά 4 (x0.1 ml) ενδοδερμικά στο κάθε άνω και κάτω άκρο, οι οποίες προσφέρουν μερική προστασία.
Όταν το εμβολιασμένο άτομο εκτεθεί στη λύσσα, πρέπει να χορηγηθούν δύο αναμνηστικές δόσεις τις ημέρες 0 και 3. Η περιποίηση του τραύματος με σαπούνι και νερό ή ιωδιούχο διάλυμα παραμένει σημαντική. Σε άτομα που ήδη έχουν εμβολιαστεί δεν πρέπει να χορηγείται η άνοση σφαιρίνη της λύσσας (RIG).
Προφύλαξη μετά την έκθεση:
Η προφύλαξη μετά την έκθεση, επιβάλλεται στην περίπτωση που το ζώο κατά την διάρκεια του δεκαήμερου περιορισμού (που απαιτείται)εμφανίσει σημεία λύσσας αλλά και στην περίπτωση που το ζώο διαφύγει μετά την έκθεση (οπότε και θα πρέπει να θεωρείται λυσσασμένο, εκτός εάν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες υγειονομικές υπηρεσίες ορίζουν διαφορετικά δηλαδή δεν υπάρχει ενδημική λύσσα στην περιοχή) και περιλαμβάνει την τοπική περιποίηση του τραύματος και την ανοσοποίηση τόσο ενεργητική όσο και παθητική. Όλα τα τραύματα από δήγμα και οι αμυχές πρέπει να πλένονται πολύ καλά με σαπούνι και νερό. Οι νεκρωμένοι ιστοί πρέπει να αφαιρούνται, να χορηγείται αντιτετανική προφύλαξη και να αρχίζει αντιβιοτική θεραπεία όποτε ενδείκνυται.
Όλα τα μη εμβολιασμένα άτομα πρέπει να ανοσοποιούνται παθητικά με άνοση σφαιρίνη της λύσσας (RIG). Εάν η άνοση σφαιρίνη δεν είναι άμεσα διαθέσιμη, πρέπει να χορηγηθεί το πολύ εντός 7 ημερών μετά την πρώτη δόση του εμβολίου γιατί μετά μπορεί να αποβεί αντιπαραγωγική. Εάν η ανατομική θέση του τραύματος το επιτρέπει, όλη η δόση της άνοσης σφαιρίνης (20 IU/ kg) πρέπει να ενεθεί στην περιοχή του δήγματος, διαφορετικά, όση άνοση σφαιρίνη απομείνει μετά τη διήθηση της περιοχής πρέπει να χορηγηθεί ενδομυϊκώς σε απομακρυσμένη θέση. Εάν η έκθεση έλαβε χώρα σε βλεννογόνο, όλη η δόση πρέπει να χορηγηθεί ενδομυϊκώς.
Το αντιλυσσικό εμβόλιο και η άνοση σφαιρίνη δεν πρέπει να χορηγούνται ποτέ στην ίδια θέση ούτε με την ίδια σύριγγα. Οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες της ανθρώπινης άνοσης σφαιρίνης (σε αντίθεση με τις προερχόμενες από ίππειο ορό) είναι σπάνιες. Μπορεί να εμφανιστεί τοπικά πόνος και χαμηλός πυρετός.
Το αντιλυσσικό εμβόλιο πρέπει να χορηγηθεί σε τέσσερις δόσεις του 1 mL εντός του δελτοειδούς μυός (η προσθιοπλάγια πλευρά του μηρού είναι επίσης κατάλληλη θέση στα παιδιά). Οι ενέσεις στον γλουτό, που μπορεί να μη φθάνουν πάντοτε μέχρι τον μυ, πρέπει να αποφεύγονται και έχουν συσχετιστεί με σπάνιες αποτυχίες του εμβολιασμού. Το ιδανικό είναι η πρώτη δόση να χορηγηθεί όσο το δυνατόν συντομότερα μετά την έκθεση - οι άλλες τρεις δόσεις πρέπει να χορηγηθούν τις ημέρες 3, 7,14 (η πέμπτη δόση την ημέρα 28 δεν συνιστάται πλέον). Η κύηση δεν αποτελεί αντένδειξη για το εμβόλιο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες:
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες του εμβολίου αφορούν είτε τοπικές αντιδράσεις (25%) όπως ερυθρότητα, πόνος, σκληρία, κνησμός στο σημείο της ένεσης, είτε συστηματικά συμπτώματα (20%) όπως πυρετός, κεφαλαλγία, ζάλη, αδυναμία, κοιλιακό άλγος, μυαλγίες. Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται επίσης και 3 περιπτώσεις συνδρόμου Guillain-Barré με πλήρη ίαση μετά 12 εβδομάδες, καθώς και άλλες διαταραχές από το περιφερικό ή το κεντρικό νευρικό σύστημα των οποίων όμως η αιτιολογική συσχέτιση με το εμβόλιο δεν έχει τεκμηριωθεί.
Η χορήγηση αναμνηστικών δόσεων συνοδεύεται ενίοτε (6%) από την εμφάνιση, αλλεργικών αντιδράσεων που αφορούν κυρίως αντιδράσεις τύπου «ανοσοσυμπλέγματος», όπως ορονοσία και αρθραλγίες, 2-21 ημέρες μετά τον εμβολιασμό.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα εμβόλια ή φάρμακα - Συγχορήγηση:
Μεταξύ της χρήσης ανθελονοσιακών φαρμάκων και της ενδοδερμικής χορήγησης του εμβολίου HDCV θα πρέπει να μεσολαβεί χρονικό διάστημα 1 τουλάχιστον μήνα. Αν αυτό δεν είναι δυνατόν, το εμβόλιο θα πρέπει να χορηγηθεί ενδομυϊκά.
Αποτελεσματικότητα:
Προστατευτικός τίτλος αντισωμάτων αναπτύσσεται στο 100% των ατόμων που εμβολιάστηκαν είτε πριν είτε μετά από έκθεση. Ο τίτλος αυτός διατηρείται για 2 έτη σε ποσοστό 93%-98% των εμβολιασθέντων με 3 δόσεις ενδομυϊκώς και σε ποσοστό 83%-95% των εμβολιασθέντων με 3 δόσεις ενδοδερμικώς. Η ενδοδερμική χορήγηση του εμβολίου συνδέεται με χαμηλότερο τίτλο αντισωμάτων (που όμως και πάλι βρίσκεται πάνω από το όριο των 0,5 IU/ml που θεωρείται προστατευτικό) και με ταχύτερη πτώση του.
Μέτρα προστασίας κατά της λύσσας |
Μέτρα για να αποφύγετε πιθανή έκθεση στον ιό της λύσσας:
Μέτρα μετά από πιθανή έκθεση στον ιό της λύσσας:
|
Πηγή: Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Μάρτιος 2013) |
Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στις Διευθύνσεις Δημόσιας Υγείας των κατά τόπους Περιφερειακών Ενοτήτων ή στο γραφείο πληροφοριών ταξιδιωτικής ιατρικής του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ): Τηλ:2105212193,194,195
Πηγή:
- Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων
- Centers for Disease Control and Prevention -Rabies
- Harrison's Principles of Internal Medicine, 18th Edition
- Ηuman Rabies Prevention - United States, 2008 - Recommendations of the Advisory Committee on Immunization Practices
- Imovax® Rabies Vaccine