Σοβαρά και κάποιες φορές απειλητικά για τη ζωή περιστατικά διαβητικής κετοξέωσης έχουν αναφερθεί σε διαβητικούς τύπου 2 ασθενείς υπό θεραπεία με αναστολείς συμμεταφορέων νατρίου γλυκόζης (SGLT2) (καναγλιφλοζίνη, νταπαγλιφλοζίνη και εμπαγλιφλοζίνη), η πλειοψηφία των οποίων απαιτούσε εισαγωγή σε νοσοκομείο.
Σχηματική παράσταση τρόπου δράσης των αναστολέων συμμεταφορέων νατρίου γλυκόζης στον νεφρό Έως και τα μισά εξ αυτών περιστατικά, συνέβησαν κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο μηνών της θεραπείας. Το ένα τρίτο των περιστατικών αφορούσε εκτός ενδείξεων χρήση σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 1. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αμέσως πριν ή κατά τη διάρκεια της κετοξέωσης οι ασθενείς παρουσίασαν αφυδάτωση, χαμηλή πρόσληψη τροφής, απώλεια βάρους, λοίμωξη, υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση, έμετο, είχαν μειώσει τη δόση της ινσουλίνης ή είχαν ανεπαρκή έλεγχο του διαβήτη.
Σε ένα αριθμό περιπτώσεων μη τυπικές και μέτρια αυξημένες τιμές γλυκόζης κάτω των 14 mmol/l (250 mg/dl) αναφέρθηκαν, ενώ υπογλυκαιμία αναφέρθηκε σε μία περίπτωση (αυτή η μη τυπική εικόνα διαβητικής κετοξέωσης σε ασθενείς με διαβήτη μπορεί να καθυστερήσει τη διάγνωση και τη θεραπεία). Υπήρχαν επίσης περιστατικά κετοξέωσης λίγο μετά τη διακοπή των αναστολέων SGLT2.
Ο υποκείμενος μηχανισμός της σχετιζόμενης με τους αναστολείς SGLT2 διαβητικής κετοξέωσης, δεν έχει καθοριστεί. Η διαβητική κετοξέωση συνήθως εκδηλώνεται όταν τα επίπεδα ινσουλίνης είναι πολύ χαμηλά. Η διαβητική κετοξέωση συμβαίνει πιο συχνά σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 και συνήθως συνοδεύεται από υψηλά επίπεδα γλυκόζης αίματος (>14 mmol/l). Ωστόσο σε ένα αριθμό περιστατικών που περιγράφηκαν παραπάνω, τα επίπεδα γλυκόζης αίματος ήταν μόνο ελαφρώς αυξημένα, σε αντίθεση με τις τυπικές περιπτώσεις διαβητικής κετοξέωσης.
Οι γιατροί πρέπει να ενημερώνουν τους ασθενείς για σημεία και συμπτώματα της μεταβολικής οξέωσης (όπως ναυτία, έμετος, ανορεξία, κοιλιακός άλγος, υπερβολική δίψα, δυσκολία αναπνοής, σύγχυση, ασυνήθιστη κούραση και υπνηλία) και να τους συμβουλεύουν να ζητήσουν αμέσως ιατρική συμβουλή αν εκδηλώσουν κάποιο από αυτά τα σημεία ή συμπτώματα.
Συστήνεται οι ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς SGLT2 να αξιολογούνται για κετοξέωση (μέτρηση κετονών) όταν παρουσιάζουν σημεία ή συμπτώματα μεταβολικής οξέωσης με σκοπό να αποφευχθεί η καθυστερημένη διάγνωση και διαχείριση του ασθενή. Επί υποψίας κετοξέωσης, η θεραπεία με αναστολείς SGLT2 πρέπει να διακόπτεται. Εάν η κετοξέωση επιβεβαιωθεί, θα πρέπει να ληφθούν κατάλληλα μέτρα ώστε να διορθωθεί η κετοξέωση και να παρακολουθούνται τα επίπεδα γλυκόζης. Υπενθυμίζεται επίσης στους ιατρούς ότι ο διαβήτης τύπου 1 δεν είναι μία εγκεκριμένη ένδειξη αυτής της κατηγορίας φαρμάκων.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (European Medicines Agency, ΕΜΑ) διερευνά περαιτέρω τον κίνδυνο διαβητικής κετοξέωσης με τους αναστολείς SGLT2 και κάθε νέα συμβουλή θα ανακοινωθεί εγκαίρως (υπενθυμίζεται ότι η κατηγορία των φαρμάκων αυτών τελεί υπό συμπληρωματική παρακολούθηση).
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που συνδέονται με τη χρήση των ιδιοσκευασμάτων Forxiga® (νταπαγλιφλοζίνη), Xigduo® (νταπαγλιφλοζίνη/μετφορμίνη) της AstraZeneca, Invokana® (καναγλιφλοζίνη), Vokanamet® (καναγλιφλοζίνη/μετφορμίνη) της Janssen-Cilag και Jardiance® (εμπαγλιφλοζίνη), Synjardy® (εμπαγλιφλοζίνη/μετφορμίνη) της Boehringer Ingelheim, (μερικά από τα προϊόντα αυτά δεν κυκλοφορούν επί του παρόντος στην Ελληνική αγορά), θα πρέπει να αναφέρονται σύμφωνα με το εθνικό σύστημα αυθόρμητων αναφορών στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, τμήμα ανεπιθύμητων ενεργειών, με την υποβολή της κίτρινης κάρτας.
Πηγή: Επιστολή απευθείας επικοινωνίας με ιατρούς των εταιρειών AstraZeneca, Boehringer Ingelheim και Janssen-Cilag.