Δενοσουμάμπη

Εμφανίσεις: 16373

H δενοσουμάμπη (Denosumab) είναι ένα ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα [IgG2 μονοκλωνικό αντίσωμα που παράγεται σε κυτταρική σειρά θηλαστικού (CHO) με τεχνολογία ανασυνδυασμένου DNA]. Τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι αντισώματα σχεδιασμένα ώστε να αναγνωρίζουν και να προσκολλώνται σε συγκεκριμένες δομές του οργανισμού που ονομάζονται αντιγόνα. Η δενοσουμάμπη έχει σχεδιαστεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να προσκολλάται με υψηλή συγγένεια και ειδικότητα σε ένα αντιγόνο καλούμενο RANKL, το οποίο συμμετέχει στην ενεργοποίηση των οστεοκλαστών, των κυττάρων του οργανισμού που συμμετέχουν στη διάσπαση του οστίτη ιστού. Η δενοσουμάμπη, προσκολλώμενη στο RANKL προλαμβάνει την ενεργοποίηση του υποδοχέα του, του RANK, στην επιφάνεια των πρόδρομων οστεοκλαστών και των οστεοκλαστών.

Τρόπος δράσης της δενοσουμάμπηςΤρόπος δράσης της δενοσουμάμπης Η παρεμπόδιση της αλληλεπίδρασης RANKL/RANK αναστέλλει τον σχηματισμό, τη λειτουργία και την επιβίωση των οστεοκλαστών, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο την οστική απορρόφηση και την πιθανότητα οστικού κατάγματος, τόσο στα συμπαγή όσο και στα σπογγώδη οστά.

H δενοσουμάμπη (Prolia®) μειώνοντας σημαντικά τον κίνδυνο σπονδυλικών, μη σπονδυλικών και καταγμάτων του ισχίου ενδείκνυται για την θεραπεία της οστεοπόρωσης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων, και στην θεραπεία της οστικής απώλειας που σχετίζεται με ορμονικό αποκλεισμό σε άνδρες με καρκίνο του προστάτη οι οποίοι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων, όπου και μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο σπονδυλικών καταγμάτων.

Τον Απρίλιο του 2018 ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ), ενέκρινε την δενοσουμάμπη και για τη θεραπεία της οστικής απώλειας που σχετίζεται με τη μακροχρόνια συστηματική θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή σε ενήλικους ασθενείς που παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο κατάγματος (GIOP), αφού όπως είναι γνωστό η χρόνια χρήση από του στόματος γλυκοκορτικοειδών, έχει σχετιστεί με αύξηση στην εμφάνιση καταγμάτων της σπονδυλικής στήλης και του ισχίου.

Η συνιστώμενη δόση της δενοσουμάμπης είναι 60 mg χορηγούμενη ως εφάπαξ υποδόρια ένεση στο μηρό, την κοιλιακή χώρα ή το πίσω μέρος του βραχίονα μια φορά στους 6 μήνες και η αγωγή πρέπει να συμπληρώνεται με ασβέστιο και βιταμίνη D.

Η δενοσουμάμπη δεν απαιτεί προσαρμογή της δόσης στους ηλικιωμένους ασθενείς και σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της δενοσουμάμπης δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία και δεν συνιστάται σε παιδιατρικούς ασθενείς (ηλικίας < 18 ετών) καθώς δεν έχει τεκμηριωθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά του σε αυτούς τους ασθενείς καθώς και σε εγκύους και θηλάζουσες μητέρες.

bone densityΠερίπου το 80% του σκελετού των ενηλίκων αποτελείται από φλοιώδες οστό. Η αναλογία φλοιώδους προς σπογγώδες οστό διαφέρει σημαντικά μεταξύ των σκελετικών θέσεων (εικόνα). Η λέπτυνση του φλοιώδους οστού όσο και η απώλεια σπογγώδους οστού μπορούν να συμβάλλουν στην ευθραυστότητα του οστού και στην εμφάνιση οστεοπορωτικών καταγμάτων. Το μεγαλύτερο μέρος της οστικής απώλειας μετά την ηλικία των 65 ετών αφορά στο φλοιώδες οστό και τα περισσότερα κατάγματα είναι μη σπονδυλικά και εμφανίζονται κυρίως σε θέσεις φλοιώδους οστού. Η μερική αναστροφή της πώρωσης του φλοιώδους οστού είναι πιθανό να συμβάλλει σε μειώσεις του κινδύνου εμφάνισης καταγμάτων. Η δενοσουμάμπη με διαφορετικό μηχανισμό δράσης από τα διφωσφονικά που δρουν κατά προτίμηση στο σπογγώδες οστό βελτιώνει την οστική πυκνότητα σε θέσεις τόσο φλοιώδους όσο και σπογγώδους οστού και αποκαθιστά την απώλεια φλοιώδους οστού που σχετίζεται με τη γήρανση, βελτιώνει την οστική αντοχή και μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης κατάγματος.

Κύριες αντενδείξεις στην χορήγησή της αποτελούν η υπασβεστιαιμία και η υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα. Οι ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης <30ml/λεπτό) ή αυτοί οι οποίοι υποβάλλονται σε αιμοδιύλιση, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο υπασβεστιαιμίας. Η υπασβεστιαιμία πρέπει να διορθώνεται πριν από την έναρξη της θεραπείας με επαρκή πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D και συνιστάται η κλινική παρακολούθηση των επιπέδων ασβεστίου στους ασθενείς με προδιάθεση για υπασβεστιαιμία.

Κατά την διάρκεια της θεραπείας με δενοσουμάμπη μπορεί να εμφανιστούν λοιμώξεις του δέρματος (κυρίως κυτταρίτιδα) που απαιτούν αναγνώριση από τους ίδιους τους ασθενείς και άμεση αναζήτηση ιατρικής βοήθειας αν παρουσιαστούν σημεία ή συμπτώματα κυτταρίτιδας.

Η οστεονέκρωση της γνάθου αποτελεί άλλη μια σπάνια αλλά σοβαρή παρενέργεια της θεραπείας. Οι περισσότερες περιπτώσεις οστεονέκρωσης της γνάθου σε μελέτες αφορούσαν ασθενείς με καρκίνο και με γνωστούς παράγοντες κινδύνου όπως ο καρκίνος με οστικές βλάβες, οι συγχορηγούμενες θεραπείες (π.χ. χημειοθεραπεία, αντιαγγειογενετικά βιολογικά φάρμακα, κορτικοστεροειδή, ακτινοθεραπεία κεφαλής-τραχήλου), η κακή στοματική υγιεινή, οι εξαγωγές οδόντων και συννοσηρότητες (π.χ., προϋπάρχουσα οδοντική νόσος, αναιμία, διαταραχές της πηκτικότητας, λοίμωξη) και η προηγηθείσα θεραπεία με διφωσφονικά.

Σημεία υποδόριας ένεσηςΣημεία υποδόριας ένεσηςΑπαραίτητος κρίνεται ο τακτικός οδοντιατρικός έλεγχος, η διατήρηση καλής στοματικής υγιεινής και η αποφυγή επεμβατικών οδοντιατρικών επεμβάσεων κατά την διάρκεια της θεραπείας.

Σε μελέτες ασφάλειας όπου μετείχαν 10.534 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση (για διάστημα έως 5 έτη) και ασθενείς με καρκίνο του μαστού ή του προστάτη υπό ορμονικό αποκλεισμό οι πιο συχνές παρενέργειες που παρατηρήθηκαν ήταν: ουρολοιμώξεις, λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, υπασβεστιαιμία, ισχιαλγία, εμφάνιση καταρράκτη, δυσκοιλιότητα, εξάνθημα και πόνος στα άκρα.

Στην μελέτη FREEDOM (Fracture Reduction Evaluation of Denosumab in Osteoporosis Every Six Months) μία διεθνή, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο κλινική μελέτη για τη σύγκριση της αποτελεσματικότητας της χορήγησης υποδόριας ένεσης δενοσουμάμπης 60 mg κάθε 6 μήνες έναντι ένεσης εικονικού φαρμάκου για 36 μήνες και συμμετείχαν 7.868 γυναίκες ηλικίας 60-90 ετών με T-score οστικής πυκνότητας (BMD) από -2,5 έως -4,0 είτε στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, είτε στο ολικό ισχίο, και δεν είχαν παρουσιάσει κανένα σοβαρό σπονδυλικό κάταγμα, ούτε >2 μέτριας βαρύτητας κύρια σπονδυλικά κατάγματα, η δενοσουμάμπη (Prolia®) μείωσε κατά 68% τα νέα σπονδυλικά κατάγματα κατά 40% τα κατάγματα του ισχίου και κατά 20% τα μη σπονδυλικά καταγμάτα, ενώ αύξησε σημαντικά την BMD κατά 9,2% στην οσφυική μοίρα της σπονδυλικής στήλης έναντι του εικονικού φαρμάκου και κατά 6% στο ολικό ισχίο έναντι του εικονικού φαρμάκου σε διάστημα 3 ετών. Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών, των σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών και της διακοπής της θεραπείας λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών δεν διέφερε μεταξύ των ασθενών που έλαβαν δενοσουμάμπη και αυτών που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Κατά την διάρκεια της χορήγησης της δενοσουμάπης δεν παρατηρήθηκε αύξηση του κινδύνου καρκίνου, λοίμωξης, καρδιαγγειακής νόσου, καθυστέρηση της πώρωσης των καταγμάτων ή υπασβεστιαιμία, ενώ δεν αναφέρθηκαν περιπτώσεις οστεονέκρωσης των γνάθων.

Σε κλινικές μελέτες ένα μικρό ποσοστό <1% των ασθενών που έλαβαν δενοσουμάμπη για διάστημα έως 5 έτη βρέθηκαν θετικοί σε μη εξουδετερωτικά δεσμευτικά αντισώματα χωρίς ενδείξεις μεταβολής της φαρμακοκινητικής, της τοξικότητας ή της κλινικής ανταπόκρισης.

Σε διάστημα 10 ετών θεραπείας με δενοσουμάμπη σε ασθενείς με μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση, παρατηρήθηκαν συνεχείς αυξήσεις της οστικής πυκνότητας (BMD) τόσο στο σπογγώδες όσο και στο φλοιώδες οστό (οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, ολικό ισχίο και περιφερικό άκρο κερκίδας), οδηγώντας σε χαμηλή επίπτωση σπονδυλικών και μη σπονδυλικών καταγμάτων, συμπεριλαμβανομένων των καταγμάτων ισχίου

Η διακοπή χορήγησης της δενοσουμάμπης για διάστημα 18 μηνών επαναφέρει τα επίπεδα της οστικής πυκνότητας (BMD) σχεδόν στα επίπεδα πριν από τη θεραπεία γεγονός που δείχνει ότι απαιτείται η συνεχής θεραπεία για τη διατήρηση της δράσης του φαρμάκου.

updateH δενοσουμάμπη δρα αναστέλλοντας το RANKL. Εκτός από το ρόλο του στη βιολογία των οστεοκλαστών, ο RANKL παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην ενεργοποίηση ανθρώπινων Τ-λεμφοκυττάρων. Τα τρέχοντα δεδομένα δεν δείχνουν ότι η δενοσουμάμπη σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης COVID-19 ή λοιμώξεις του αναπνευστικού σε ασθενείς με οστεοπόρωση. Η καθυστέρηση ή η διακοπή της θεραπείας με δενοσουμάμπη σχετίζεται με αυξημένη οστική απορρόφηση και αυξημένο κίνδυνο σπονδυλικών καταγμάτων με κατάγματα που αναφέρθηκαν ακόμη και επτά μήνες μετά την τελευταία ένεσηη δενοσουμάμπης.

Συνιστάται ένα διάστημα 4-7 ημερών μεταξύ της θεραπείας με δενοσουμάμπη και του εμβολιασμού COVID-19 για να επιτραπεί η πιθανή εμφάνιση αντιδράσεων στο σημείο της ένεσης με οποιαδήποτε από τις δύο θεραπείες. Εναλλακτικά, η δενοσουμάμπη θα μπορούσε να χορηγηθεί στον αντίπλευρο βραχίονα ή σε εναλλακτική θέση (κοιλιακή χώρα ή άνω μηρός) εάν είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη χορήγηση με εμβόλιο COVID-19.

Συνιστάται επίσης ότι ενώ ο χρόνος της δενοσουμάμπης μπορεί να προσαρμοστεί ελαφρώς για να ληφθεί υπόψη ο χρόνος εμβολιασμού, οι ενέσεις δενοσουμάμπης δεν πρέπει να καθυστερούν περισσότερο από 7 μήνες μετά την προηγούμενη δόση δενοσουμάμπης.

 

Ανεπιθύμητη ενέργεια Διαβάστε επίσης: Κίνδυνος άτυπου κατάγματος του μηριαίου με την δενοσουμάμπη

Πηγή:

Σχετικά άρθρα