Στις μέρες μας η φύλαξη των εγγονιών από τον παππού ή τη γιαγιά έχει πάρει διαστάσεις. Ίσως γιατί είναι πολύ περισσότερες οι νεαρές εργαζόμενες μητέρες. Μπορεί και να το βρίσκουν σαν ένα πρακτικό σύστημα συμβίωσης με γονείς. Ωστόσο, οι νέοι γονείς δεν βλέπουν συχνά τις αντενδείξεις, καθώς με το σύστημα αυτό δημιουργούνται καταστάσεις που έμμεσα πιέζουν το παιδί που γίνεται τελικά το θύμα τους. Η Μαρία Χουρδάκη, πρωτοπόρος στη δημιουργία Σχολών Γονέων στην Ελλάδα (1962), αναφέρει τα παρακάτω παραδείγματα:
- Καμιά φορά η γιαγιά υποσυνείδητα αισθάνεται ζήλια για την ελευθερία που εξασφαλίζει στη νεαρή μητέρα-κόρη της, ή για την άνεσή της, ενώ η ίδια στερήθηκε αυτά τα πράγματα. Και τότε μπορεί να αναζητήσει, σαν αναπλήρωση, να πάρει στα χέρια της την όλη κατεύθυνση του σπιτιού ή να υποβάλλει υπερβολικά το γαμπρό της.
- Το νέο ζευγάρι την ίδια ώρα μπορεί να αισθανθεί αποδεσμευμένο, να εγκαταλείπει σε άλλους τις ευθύνες του και να κρατήσει για τα παιδιά του το ρόλο του μεγαλύτερου αδελφού - αδελφής παρά το ρόλο του πατέρα - μητέρας.
Η φύλαξη των εγγονιών από τα πεθερικά μπορεί να μην είναι μόνιμη, μα «επ’ ευκαιρία». Αυτό έχει και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Πλεονεκτήματα: Πρώτα απ‘ όλα η επαφή με τα παιδιά είναι πιο αραιή, πιο εύκολη, γιατί τα μικρά είναι ευγενικά, πιο συνεργατικά (ίσως γιατί τους έχουν γίνει συστάσεις), και οι μεγάλοι γονείς πιο υπομονετικοί, πιο επιεικείς. Αισθάνονται τρυφεράδες και συχνά έκπληξη γιατί βρίσκουν αυτά τα μικρά αλλαγμένα σε κάθε τους συνάντηση. Και καθώς όλα τα παιδιά προπορεύονται σε πολλούς τομείς, από τα συνομήλικα περασμένων εποχών, οι μεγάλοι γονείς ευαισθητοποιούνται για μιαν ανανέωση, προσαρμογή, που τους κάνει καλό.
Μειονεκτήματα: 1) οι προσφερόμενες υπηρεσίες προς το νέο ζευγάρι είναι λιγότερες, αφού οι μεγάλοι γονείς δεν έχουν πολλή διάθεση γι‘ αυτό το ρόλο. Τον δέχονται από υποχρέωση ή και από συναίσθημα ενοχής: δεν προσφέρουμε στα παιδιά μας τίποτ’ άλλο, μπορούμε να τους αρνηθούμε κι αυτό; Ύστερα, αν δεν δεχτούμε να τους βοηθήσουμε τώρα θα μας εμπιστευθούν τα μικρά άλλη φορά; Και πώς θα φανεί στα παιδιά μας, να μας βλέπουν να περνάμε τις ώρες με άλλα ζητήματα έξω από το σπίτι; 2) Υπάρχει όμως κι ένας άλλος κίνδυνος: με τις αραιές συναντήσεις τους οι μεγάλοι γονείς να μην μπορούν να γνωρίσουν καλά τα εγγονάκια τους, να αγνοούν τις συνήθειές τους, το χαρακτήρα τους. Δεν ξέρουν τι περιθώρια ανοχής ή ανεξαρτησίας τους έχουν οι γονείς τους για να ευθυγραμμίζουν και τη δική τους τακτική, αν πρέπει να τους δίνουν καραμέλες, κουλούρια, ή όχι, να τους αγοράζουν μικροπράγματα κ.α. Έτσι χάνουν τη φυσική, την αυθόρμητη στάση προς τα εγγόνια τους που γίνεται ψεύτικη, επιτηδευμένη. Αν καμιά φορά κουραστούν με τα μικρά ή συναντήσουν δυσκολίες, διστάζουν να μιλήσουν στους γονείς των παιδιών από φόβο μήπως μια και ομολογούν δυσκολίες, δεν τους εμπιστευθούν άλλη φορά τα παιδιά τους.
Καμιά φορά η νεαρή μητέρα δίνει το παιδί της στη γιαγιά του, ορισμένες μέρες ή ώρες, από συναισθηματικούς λόγους: «δεν μπορώ να το κάνω αυτό στη μητέρα μου». Η λύση αυτή δεν πρέπει να είναι υποχρέωση. Οι νέοι γονείς πρέπει να ξεκινούν από το συμφέρον του παιδιού, αν είναι π.χ. καλύτερο να είναι με άλλα παιδιά, με φίλους. Τη λύση για κάθε σχέση με το παιδί πρέπει να υπαγορεύει το «συμφέρον» του και όχι η ψυχολογία των γονέων του, του παππού, της γιαγιάς. Μερικοί φοβούνται μήπως η απλή ευκαιρία που προσφέρεται στη νέα μητέρα να της φυλάνε τα παιδιά της, ευνοεί την τάση απομάκρυνσής της απ’ αυτά. Ίσως χωρίς την παρουσία του παππού ή της γιαγιάς η νεαρή μητέρα έβρισκε καλύτερα την ισορροπία της τόσο μέσα στην οικογένειά της όσο και έξω απ‘ αυτή.
Άλλη φορά πάλι οι μεγάλοι γονείς παίρνουν κοντά τους το εγγονάκι τους στο σπίτι τους, ή στο χωριό, αν ζουν εκεί. Μα εδώ δημιουργούνται πάλι μερικά θέματα. Οι μεγάλοι γονείς, ζώντας χωριστά, έχουν ήδη διαμορφώσει το δικό τους τρόπο ζωής, τις συνήθειες φαγητού, ύπνου, εργασίας, που είναι δύσκολο να εγκαταλείπουν. Από την άλλη πλευρά το παιδί έχει δικό του ωράριο φαγητού, παιχνιδιού, ύπνου. Η διαμονή του με τους μεγάλους γονείς αποτελεί ήδη νέα κατάσταση αγωγής, που δεν μπορεί να έχει την ίδια κατεύθυνση με την αγωγή που είχε στο σπίτι του. Ύστερα, πόσο μπορεί να κρατήσει η απομάκρυνση ενός παιδιού από το σπίτι του; Αν το παιδί μένει πολύ καιρό θα δυσκολευτεί να προσαρμοστεί σε διαφορετική ζωή, στο σπίτι των γονιών του. Μπορεί να τους αισθανθεί πιο ξένους, μπορεί η ατμόσφαιρα εδώ να είναι πιο αυστηρή, να αρχίσει η ζήλια με τα’ αδελφάκια. Κι αν έζησε στην εξοχή, στο ύπαιθρο, πώς θα περιοριστεί τώρα στον περιορισμένο χώρο του διαμερίσματος;
Οι νέοι γονείς, που ζητούν από τους γονείς τους να πάρουν κοντά τους τα εγγονάκια τους πρέπει να παραδεχτούν από την αρχή ένα γεγονός: πως μια διαφορετική σχέση θα διαμορφωθεί ανάμεσα σ‘ αυτούς και το παιδί τους. Θα είναι τυχεροί αν το παιδί τους αργότερα δεν τους καταλογίζει πως το εγκατέλειπαν, έδειξαν αδιαφορία γι‘ αυτό. Μερικοί νέοι γονείς, ξεκινώντας απ’ αυτές τις σκέψεις, υιοθετούν μια μέση τακτική: λίγες μέρες, βδομάδες, μήνες κοντά τους, λίγες στον παππού - γιαγιά.
Σε μερικά παιδιά ταιριάζει αυτή η λύση. Αλλά γίνονται ανήσυχα, ασταθή, νευρικά, στενοχωριούνται γιατί δεν έχουν πουθενά δικό τους «στέκι». Εξάλλου, σ’ όλα τα θέματα βασικό ρόλο παίζει ο χαρακτήρας των ανθρώπων, των μητέρων και των μεγάλων. Όταν υπάρχει διάθεση συνεννοούνται μεταξύ τους κι οι δυσκολίες μικραίνουν. Ας δούμε και στην οικογένεια αυτό που γίνεται στο σχολείο: εκεί το παιδί κινείται συγχρόνως ανάμεσα σε πολλούς δασκάλους. Γιατί να μην έχει τη δυνατότητα να παρουσιάζει την ίδια πλαστικότητα και στο σπίτι; Φτάνει οι μεγάλοι εδώ να είναι ενημερωμένοι και να κάνουν, με διάθεση ό,τι καλύτερο μπορούν.
Βιβλιογραφία:
- Χουρδάκη, Μ. (2000). Οικογενειακή Ψυχολογία (4η έκδ.) Αθήνα: Leader Books.