Η μαστογραφία είναι μία ανώδυνη ακτινολογική εξέταση του μαστού που χρησιμοποιεί χαμηλής δόσης ακτινοβολία και επιτρέπει την ανίχνευση προβλημάτων του μαστού καλοήθων είτε καρκίνου σε εξέλιξη.
Η εξέταση γίνεται με ένα ειδικό μηχάνημα που λέγεται μαστογράφος. Σήμερα υπάρχουν δύο τύποι μαστογράφων:
- Οι κλασσικοί μαστογράφοι που χρησιμοποιούν φιλμ και
- Οι ψηφιακοί μαστογράφοι που χρησιμοποιούν ψηφιακό ανιχνευτή, διακρίνουν εξαιρετικά μικρού μεγέθους μαστογραφικά ευρήματα, έχουν μικρότερη δόση ακτινοβολίας κατά 40% σε σύγκριση με την αναλογική μαστογραφία, περιορίζουν τις επαναληπτικές λήψεις της μαστογραφίας λόγω της ψηφιακής επεξεργασίας των δεδομένων, είναι οι πλέον ακριβείς σε πυκνούς μαστούς γυναικών περί την εμμηνόπαυση και επιπλέον επιτρέπουν την εφαρμογή καινούργιων τεχνικών, όπως ο ηλεκτρονικός διαγνώστης {Computer Aided Detection (CAD)}, ένα λογισμικό πρόγραμμα υποβοηθούμενης διάγνωσης το οποίο υποδεικνύει ύποπτες περιοχές στη μαστογραφία και βοηθά τον ακτινολόγο να μη του διαφύγουν ευρήματα στην μαστογραφία.
Συστάσεις διενέργειας ανιχνευτικής μαστογραφίας:
- Γυναίκες από την ηλικία 40 - 49 ετών:
- Η απόφαση της διενέργειας ανιχνευτικής μαστογραφίας σε γυναίκες πριν από την ηλικία των 50 ετών είναι ατομική. Έτσι:
- Οι γυναίκες που δίνουν μεγαλύτερη αξία στο δυνητικό όφελος από ότι στις πιθανές βλάβες μπορούν να επιλέξουν την διενέργεια της εξέτασης μεταξύ των ηλικιών 40 και 49 ετών ανά διετία.
- Οι γυναίκες που διατρέχουν μέσο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, ωφελούνται περισσότερο από την μαστογραφία όταν αυτή διενεργείται κάθε δύο χρόνια στην ηλικία των 50 έως 74 ετών. Από όλες τις ηλικιακές ομάδες, οι γυναίκες ηλικίας 60 έως 69 ετών είναι πιθανότερο να ωφεληθούν περισσότερο από τον μαστογραφικό έλεγχο. Ενώ η μαστογραφία σε γυναίκες ηλικίας 40 έως 49 ετών μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο του μαστού, ο αριθμός των θανάτων που αποτρέπονται είναι μικρότερος από τον αριθμό των ηλικιωμένων γυναικών την ίδια στιγμή που ο αριθμός των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων και των περιττών βιοψιών είναι μεγαλύτερος στις νεαρότερες ηλικίες. Το δυνητικό όφελος της μαστογραφίας βελτιώνεται καθώς οι γυναίκες πλησιάζουν προς το τέλος της τέταρτης δεκαετίας της ζωής τους από ότι στην αρχή της δεκαετίας.
- Εκτός από τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα και τις περιττές βιοψίες, όλες οι γυναίκες που υποβάλλονται σε τακτική μαστογραφία κινδυνεύουν από τη διάγνωση και τη θεραπεία του μη διηθητικού και διηθητικού καρκίνου του μαστού που υπό άλλες συνθήκες δεν θα αποτελούσε πρόβλημα για την υγεία τους ή για το προσδόκιμο επιβίωσης (γνωστή ως «υπερδιάγνωση»). Η έναρξη της διενέργειας μαστογραφίας σε νεαρότερη ηλικία και η συστηματική εξέταση μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο υπερδιάγνωσης και υπερθεραπείας.
- Οι γυναίκες, με μητέρα, αδελφή ή κόρη με καρκίνο του μαστού διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού και μπορούν να ωφεληθούν περισσότερο από ότι οι γυναίκες με μέσο κίνδυνο από την έναρξη του προσυμπτωματικού ελέγχου με μαστογραφία στην ηλικία των 40 ετών.
- Η απόφαση της διενέργειας ανιχνευτικής μαστογραφίας σε γυναίκες πριν από την ηλικία των 50 ετών είναι ατομική. Έτσι:
- Οι γυναίκες από την ηλικία των 50 και άνω έως την ηλικία των 74 ετών πρέπει να κάνουν μαστογραφία κάθε 2 χρόνια.
- Μετά την ηλικία των 75 ετών χρειάζονται περισσότερα αποδεδειγμένα δεδομένα από έρευνες ώστε να συστηθεί ή όχι η διενέργεια της ανιχνευτικής μαστογραφίας.
* Οι συστάσεις αυτές ισχύουν για ασυμπτωματικές γυναίκες ηλικίας 40 ετών και άνω που δεν έχουν ιστορικό καρκίνου του μαστού ή προηγουμένως διαγνωσμένες βλάβες του μαστού υψηλού κινδύνου και οι οποίες δεν διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού λόγω γνωστής υποκείμενης γενετικής μετάλλαξης (όπως μετάλλαξη του γονιδίου BRCA1 ή BRCA2 ή άλλου συνδρόμου κληρονομικού καρκίνου του μαστού) ή ιστορικό ακτινοβολίας του θώρακα σε νεαρή ηλικία.
Πηγή: Final Update Summary: Breast Cancer: Screening U.S. Preventive Services Task Force. February 2018.
Η μαστογραφία είναι καλύτερα να γίνεται μία εβδομάδα μετά το τέλος της έμμηνου ρήσεως, ή οποιαδήποτε ημέρα του μήνα εφόσον δεν υπάρχει έμμηνος ρήση.
Breast imaging-reporting and data system (BI-RADS)
Η ανάγκη μίας ενιαίας παγκόσμιας περιγραφής των μαστογραφικών ευρημάτων οδήγησε στην κατηγοριοποίηση αυτών σύμφωνα με την επικινδυνότητα παρουσίας ή όχι κακοήθειας. Η κατηγοριοποίηση κατά BI-RADS (Breast Imaging - Reporting Αnd Data System) προτάθηκε από το Αμερικανικό Κολλέγιο Ακτινοβολίας (ACR) και κυμαίνεται από 0 έως VI. Η ταξινόμηση φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:
Κατηγορία BI-RADS | Ορισμός της βλάβης | Πιθανότητα κακοήθειας | Προτεινόμενη ενέργεια |
0 | Ατελής εξέταση | ? | Περαιτέρω έρευνα |
I | Φυσιολογική εξέταση | 0% | Επανέλεγχος ανά έτος |
II | Καλοήθης βλάβη | 0% | Επανέλεγχος ανά έτος |
III | Πιθανώς καλοήθης βλάβη | <2% | Επανέλεγχος ανά εξάμηνο |
IVa | Χαμηλή πιθανότητα κακοήθειας | 2-10% | Βιοψία |
IVb | Μεσαία πιθανότητα κακοήθειας | 11-50% | Βιοψία |
IVc | Υψηλή πιθανότητα κακοήθειας | 51-94% | Βιοψία |
V | Πολύ υψηλή πιθανότητα κακοήθειας | ≥95% | Βιοψία |
VI | Αποδεδειγμένη με βιοψία κακοήθεια | 100% | Άμεση χειρουργική αντιμετώπιση |
- Κατηγορία 0: Ανεπαρκής χαρακτηρισμός ευρημάτων – απαιτείται επιπρόσθετος απεικονιστικός έλεγχος, όπως εντοπιστικές, μεγεθυντικές και ειδικές μαστογραφικές λήψεις και/ή προηγούμενες μαστογραφίες προς σύγκριση.
- Κατηγορία I: Μαστογραφία αρνητική. Δεν υπάρχουν ευρήματα. Οι μαστοί είναι συμμετρικοί και δεν υπάρχουν αλλοιώσεις, διαταραχή της αρχιτεκτονικής ή ύποπτες αποτιτανώσεις. Συνιστάται ο ετήσιος επανέλεγχος.
- Κατηγορία II: Υπάρχουν καλοήθη ευρήματα, όπως αποτιτανωμένα ινοαδενώματα, ενδομαστικοί λεμφαδένες, αποτιτανώσεις αγγείων, προθέματα, μετεγχειρητικές αλλοιώσεις και μάζες που περιέχουν λίπος, όπως λιπώδεις κύστεις, λιπώματα και αμαρτώματα. Επίσης συνιστάται ο ετήσιος επανέλεγχος.
- Κατηγορία III: Υπάρχουν πιθανώς καλοήθη ευρήματα, όπως ένα μη αποτιτανωμένο περιγεγραμμένο μόρφωμα, μία εστιακή ασυμμετρία ή μία ομάδα στικτών αποτιτανώσεων. Απαραίτητος ο επανέλεγχος ανά εξάμηνο για δύο χρόνια τουλάχιστον, προς επιβεβαίωση της σταθερότητας της εικόνας. Βιοψία επιβάλλεται σε περίπτωση μεταβολής της ακτινολογικής εικόνας (αύξηση του μεγέθους ή επέκταση των αλλοιώσεων), όταν υπάρχει κλινική ανησυχία ή το επιθυμεί η ίδια η γυναίκα. Ο κίνδυνος ύπαρξης κακοήθειας είναι <2%.
- Κατηγορία IV: Υπάρχει ύποπτη ανωμαλία με πιθανότητα κακοήθειας 2-95%. Ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητας περιγράφονται τρεις υποκατηγορίες:
- Κατηγορία IVa: Αφορά βλάβες με μικρή πιθανότητα κακοήθειας (2-10%) οι οποίες έχουν συνήθως αρνητική ιστολογική ή κυτταρολογική εξέταση και παρακολουθούνται μετά 6 μήνες.
- Κατηγορία IVb: Περιλαμβάνει βλάβες με ενδιάμεση πιθανότητα κακοήθειας (10-50%), για τις οποίες συνιστάται περαιτέρω έλεγχος με βιοψία,
- Κατηγορία IVc: Περιλαμβάνει ευρήματα με μεγαλύτερη πιθανότητα κακοήθειας (50-95%) αλλά όχι την κλασσική εικόνα καρκίνου (όπως στην κατηγορία V). Φυσικά απαιτείται βιοψία.
- Κατηγορία V: Υπάρχει εξαιρετικά υψηλή πιθανότητα κακοήθειας σε ποσοστό >95% και απαιτείται κατάλληλη θεραπεία.
- Κατηγορία VI: Έχει γίνει γνωστή βιοψία και υπάρχει επιβεβαιωμένη κακοήθεια. Απαιτείται κατάλληλη θεραπεία.