Υποκλινικός υπερθυρεοειδισμός

Ως υποκλινικός υπερθυρεοειδισμός (Subclinical Hyperthyroidism) ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία οι θυρεοειδικές ορμόνες (T4 και T3) είναι φυσιολογικές ενώ η TSH είναι χαμηλότερη του φυσιολογικού. Ο καθορισμός του υποκλινικού υπερθυρεοειδισμού βασίζεται σε εργαστηριακά και όχι κλινικά ευρήματα αφού η κατάσταση συνοδεύεται από καθόλου ή ελάχιστα συμπτώματα και σημεία υπερθυρεοειδισμού.

Οι ασθενείς με υποκλινικό υπερθυρεοειδισμό κατηγοριοποιούνται ανάλογα με την τιμή της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH), σε ασθενείς με ελαφρώς χαμηλά αλλά αποδεκτά επίπεδα TSH (0,1-0,4 mU/L) και σε ασθενείς με μη ανιχνεύσιμα επίπεδα TSH (0,1mU/L).

Η συχνότητα του υποκλινικού υπερθυρεοειδισμού στις επιδημιολογικές μελέτες κυμαίνεται από 0,7 έως 12,4% και είναι ανάλογη των διαγνωστικών κριτηρίων και της ευαισθησίας των χρησιμοποιούμενων μεθόδων μέτρησης.

Ο θυρεοειδής αδέναςΟ υποκλινικός υποθυρεοειδισμός μπορεί να οφείλεται σε εξωγενείς ή ενδογενείς παράγοντες και σε ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών (40-60%) είναι παροδικός (π.χ. στην σιωπηλή θυρεοειδίτιδα) με μικρή πιθανότητα εξέλιξης σε υπερθυρεοειδισμό - με μόνη εξαίρεση τα αυτόνομα λειτουργούντα αδενώματα όπου η συχνότητα εξέλιξης σε υπερθυρεοειδισμό είναι ίσως μεγαλύτερη.

Αποτελέσματα από μακροχρόνιες μελέτες υποδηλώνουν ότι ο υποκλινικός υπερθυρεοειδισμός μπορεί να εξελιχθεί σε υπερθυρεοειδισμό με ένα ρυθμό τουλάχιστον 1-3% ανά έτος.

Σε υποκλινικό υπερθυρεοειδισμό μπορούν να οδηγήσουν οι παρακάτω μηχανισμοί:

  • TSH-ανεξάρτητη θυρεοειδική έκκριση:
    • Πολυοζώδης βρογχοκήλη.
    • Αυτόνομα λειτουργούντα αδενώματα.
    • Νόσος Graves.
  • Απελευθέρωση θυρεοειδικής ορμόνης από καταστροφή θυρεοειδικού ιστού:
    • Ανώδυνη θυρεοειδίτιδα.
    • Post partum θυρεοειδίτιδα.
    • Υποξεία θυρεοειδίτιδα.
    • Λήψη θυροξίνης εξωγενώς για την αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού ή την καταστολή της TSH σε περίπτωση όζων του θυρεοειδούς, πολυοζώδους βρογχοκήλης και θυρεοειδικών καρκινωμάτων.

Η κλινική επίπτωση του υποκλινικού υπερυθυρεοειδισμού αφορά την οστική πυκνότητα και την καρδιακή λειτουργία των ασθενών αφού οι ασθενείς με υποκλινικό υπερθυρεοειδισμό παρουσιάζουν ελάττωση της οστικής πυκνότητας - αν και ο κίνδυνος καταγμάτων είναι αμφισβητούμενος - (περισσότερο στο φλοιώδες οστούν) και αυξημένους δείκτες οστικού μεταβολισμού (οστεοκαλσίνη, τελοπεπτίδιο τύπου Ι και υδροξυπρολίνη) όπως και αυξημένη συχνότητα κολπικής μαρμαρυγής ειδικά σε ηλικιωμένους ασθενείς και μάλιστα τόσο συχνότερη όσο μεγαλύτερη είναι και η καταστολή της TSH, αλλά και αύξηση της καρδιακής συχνότητας, των έκτακτων κολπικών συστολών και της καρδιακής συσταλτικότητας που οδηγούν τελικά σε αύξηση της μάζας της αριστεράς κοιλίας, διαστολική δυσλειτουργία και επιδείνωση της στηθάγχης ή της καρδιακής ανεπάρκειας.

Εργαστηριακά ευρήματα:

  • Μείωση της χοληστερόλης.
  • Μείωση της φωσφοκινάσης της κρεατίνης (CPK).
  • Αύξηση των ηπατικών ενζύμων.
  • Αύξηση της σφαιρίνης που δεσμεύει τις φυλετικές ορμόνες (SHBG), μιας γλυκοπρωτεΐνης που συντίθεται στο ήπαρ και χρησιμεύει για την μεταφορά των ανδρογόνων και οιστρογόνων στην κυκλοφορία.

Θεραπεία:

Σε ασθενείς με υποκλινικό υπερθυρεοειδισμό από λήψη θυροξίνης εξωγενώς η TSH πρέπει να ελέγχεται και να διατηρείται στα επιθυμητά επίπεδα:

  • TSH φυσιολογική για τη θεραπεία του υποθυρεοειδισμού.
  • TSH ελαφρώς κατασταλμένη (0,1-0,4 mU/L) στην αντιμετώπιση καλοήθων όζων ή βρογχοκήλης.
  • TSH περισσότερο κατασταλμένη μόνο στην αντιμετώπιση του θυρεοειδικού καρκίνου.

Η απόφαση σχετικά με τη θεραπεία των ασθενών με υποκλινικό υπερθυρεοειδισμό είναι σχετικά προβληματική, αφού δεν υπάρχουν προοπτικές ελεγχόμενες μελέτες που συγκρίνουν τις διάφορες θεραπείες.

Ασθενείς με ενδογενή υποκλινικό υπερθυρεοειδισμό πρέπει αρχικά να παρακολουθούνται και να θεραπεύονται μόνο επί εμμονής αυτής της κατάστασης και συνύπαρξης κλινικών ενδεί­ξεων (οστεοπόρωση, κολπική μαρμαρυγή).

Οι ασθενείς με επίμονη δυσλειτουργία του θυρεοειδούς, χωρίς εμφανή αιτία του υπερθυρεοειδισμού ή με εμφανή κλινικά συμπτώματα θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μια θεραπεία με χαμηλή δόση αντιθυρεοειδικών φαρμάκων (π.χ. μεθιμαζόλη 5mg ημερησίως). Οριστική θεραπεία (π.χ. με ραδιενεργό ιώδιο, χειρουργική επέμβαση) σε ασθενείς με χωρίς ειδικά σημεία ή συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού τουλάχιστον κατά την έναρξη της νόσου δεν δικαιολογείται.

Πηγή:

Σχετικά άρθρα