Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια

Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια ή ΧΑΠ (Chronic Obstructive Pulmonary Disease or COPD) είναι η νοσηρή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από περιορισμό της ροής αέρα η οποία δεν είναι πλήρως αναστρέψιμη. Ο περιορισμός της ροής αέρα είναι συνήθως προοδευτικός και σχετίζεται με μία παθολογική φλεγμονώδη απάντηση των πνευμόνων σε τοξικά σωματίδια ή αέρια [ορισμός ΧΑΠ από την παγκόσμια πρωτοβουλία για την χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (GOLD)].

Χρόνια Αποφρακτική ΠνευμονοπάθειαΗ ΧΑΠ χαρακτηρίζεται από εμμένουσα απόφραξη των αεραγωγών που είναι συνήθως προοδευτική και σχετίζεται από μια υπερβολική χρόνια φλεγμονώδη απάντηση των αεραγωγών και των πνευμόνων σε βλαπτικά σωματίδια ή αέρια - ένας συνδυασμός, που ποικίλλει μεταξύ των ασθενών, νόσος των μικρών αεραγωγών (αποφρακτική βρογχιολίτιδα) και παρεγχυματικής καταστροφής (εμφύσημα). Ο κύριος περιβαλλοντικός παράγοντας κινδύνου ανάπτυξης ΧΑΠ. είναι η έκθεση στον καπνό του τσιγάρου, ενώ είναι επίσης γνωστό ότι η έκθεση σε κάποιες χημικές, ανόργανες και οργανικές σκόνες αυξάνει τον κίνδυνο.

Η ΧΑΠ αποτελεί μία σημαντική και συνεχώς αυξανόμενη αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως. Η ΧΑΠ είχε εκτιμηθεί ως η δωδέκατη σε σειρά νοσηρότητα και η έκτη αιτία θανάτου παγκοσμίως το 1990 ενώ σήμερα εκτιμάται ότι επηρεάζει περί τα 210 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και έχει προβλεφθεί ότι, μέχρι το 2020, θα αποτελεί την τρίτη κυριότερη αιτία θανάτου. Παρότι συχνά θεωρείται ότι είναι ασθένεια των ηλικιωμένων, το 50% των ασθενών υπολογίζεται ότι είναι ηλικίας κάτω των 65 ετών και πιθανά να βρίσκονται στην αιχμή της αποδοτικότητας και των οικογενειακών τους ευθυνών. Επιπλέον, περαιτέρω προβλέψεις δείχνουν ότι μέχρι το 2030 η ΧΑΠ θα αποτελεί την πέμπτη κυριότερη αιτία αναπηρίας παγκοσμίως μετά την ισχαιμική καρδιοπάθεια, τη μείζονα κατάθλιψη, τα τροχαία ατυχήματα και τις αγγειακές εγκεφαλικές παθήσεις.

Ο συνολικός επιπολασμός της ΧΑΠ (στάδιο GOLD II ή μεγαλύτερο) σύμφωνα με την παγκόσμια μελέτη που διεξήχθη από την BOLD σε 12 διαφορετικές χώρες αναφέρεται σε ποσοστό >10% σε ανθρώπους ηλικίας άνω των 40 ετών σε ολόκληρο τον κόσμο, με επιπολασμό στους άντρες σχεδόν 12% και στις γυναίκες 8,5%. Ένα 8% επιπλέον του παγκόσμιου πληθυσμού παρουσιάζει χαρακτηριστικά ΧΑΠ σταδίου I. Παραδοσιακά η ΧΑΠ διαγιγνώσκεται συχνότερα σε άντρες από ότι σε γυναίκες, ο επιπολασμός ωστόσο στις γυναίκες αυξάνεται. Ως αιτία της τάσης αυτής θεωρείται η αύξηση της καπνιστικής συνήθειας στις γυναίκες από τη δεκαετία του 1940. Μελέτη στις Η.Π.Α. αποκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου 1980-2000 τα ποσοστά θανάτου από ΧΑΠ σχεδόν τριπλασιάστηκαν στις γυναίκες, ενώ κατά τη διάρκεια του 2000 ο αριθμός των γυναικών που πέθαναν από ΧΑΠ ήταν, για πρώτη φορά, μεγαλύτερος από τον αριθμό των ανδρών.

Εκτός από την επιβάρυνση από τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα, η ΧΑΠ φέρει τεράστιο οικονομικό κόστος που προκύπτει τόσο από το άμεσο κόστος υγειονομικής περίθαλψης όσο και το έμμεσο κόστος που σχετίζεται με την απώλεια της παραγωγικότητας του ασθενή και του παρόχου φροντίδας υγείας. Στην Ευρώπη, περίπου 41.300 ημέρες εργασίας χάνονται εξαιτίας της ΧΑΠ ανά 100.000 ανθρώπους τον χρόνο, με συνολική απώλεια παραγωγικότητας που αναλογεί σε 28,5 δις ευρώ ετησίως.

Η νόσος:

Ο περιορισμός της ροής αέρα του αέρα αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της ΧΑΠ και οφείλεται στη νόσο των μικρών αεραγωγών (αποφρακτική βρογχιολίτιδα) και στην καταστροφή του πνευμονικού παρεγχύματος (εμφύσημα). Η σχετική συμβολή των καταστάσεων αυτών στον περιορισμό της ροής αέρα στη ΧΑΠ ποικίλλει από άτομο σε άτομο. Η σχετιζόμενη με τη ΧΑΠ νόσος των μικρών αεραγωγών οφείλεται στη χρόνια φλεγμονή (βρογχιολίτιδα). Αυτή η φλεγμονή προκαλεί βλάβες και αναδιαμόρφωση των μικρών αεραγωγών η οποία οδηγεί σε πάχυνση και σε εκτεταμένη στένωση των αεραγωγών.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παθολογικά ευρήματα στη ΧΑΠ είναι η αύξηση του αριθμού και της λειτουργίας των καλυκοειδών κυττάρων που εκκρίνουν βλέννη, με αποτέλεσμα την παραγωγή υπερβολικής ποσότητας βλέννης. Επιπλέον, οι αλλαγές στα επιθηλιακά κύτταρα των αεραγωγών εμποδίζουν την κάθαρση της υπερβολικής βλέννης. Αυτές οι διαδικασίες έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση του χρόνιου βήχα, στην προσπάθεια των ασθενών να απομακρύνουν τη βλέννη από τους αεραγωγούς.

Το εμφύσημα χαρακτηρίζεται από καταστροφή του χώρου όπου υφίσταται η ανταλλαγή αερίων (αναπνευστικά βρογχιόλια, κυψελιδικοί πόροι, κυψελίδες). Αυτή η βλάβη του πνευμονικού παρεγχύματος είναι μη αναστρέψιμη και οδηγεί σε περιορισμό της ροής του αέρα, σύγκλιση των μικρών αεραγωγών και παγίδευση του αέρα. Όσο οι κυψελίδες καταστρέφονται, μειώνεται η επιφάνεια ανταλλαγής αερίων και ως συνέπεια μειώνεται η ποσότητα των αερίων που μπορούν να μεταφερθούν σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Οι προηγούμενοι ορισμοί της ΧΑΠ περιελάμβαναν τον όρο χρόνια βρογχίτιδα ή την παρουσία βήχα και απόχρεμψης πτυέλων για τουλάχιστον 3 μήνες για 2 διαδοχικά έτη. Ο πρόσφατος ορισμός δεν περιλαμβάνει αυτόν τον ορισμό διότι δεν αντανακλά την σημαντικότερη επίπτωση που έχει ο περιορισμός της ροής του αέρα στη νοσηρότητα και θνησιμότητα της ΧΑΠ. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο βήχας και η απόχρεμψη πτυέλων μπορεί να προηγούνται της ανάπτυξης του περιορισμού της ροής του αέρα και αντίστροφα, ο περιορισμός της ροής του αέρα μπορεί να υφίσταται χωρίς την παρουσία βήχα και πτυέλων.

Η μόνιμη καταστροφή του πνευμονικού παρεγχύματος που απαντάται σε ασθενείς με ΧΑΠ δε μειώνει μόνο την ικανότητα ανταλλαγής αερίων εξαιτίας της καταστροφής των κυψελίδων, αλλά και την ελαστική επαναφορά των πνευμόνων, έχοντας ως αποτέλεσμα την υπερδιάταση ή παγίδευση του αέρα. Στους ασθενείς με ΧΑΠ μειώνεται η κινητήριος δύναμη που απομακρύνει τον αέρα από τους πνεύμονες και, σε βυνδυασμό με τη στένωση και την μη σωστή υποστήριξη των αεραγωγών, την αυξημένη αντίσταση της ροής του αέρα, προκαλεί μια αύξηση της ποσότητας του αέρα που παραμένει στους πνεύμονες μετά την εκπνοή (υπερδιάταση). Ως αποτέλεσμα, οι ασθενείς καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας κατά την εκπνοή, γεγονός που ενισχύει την κόπωση. Η υπερδιάταση μειώνει την εισπνευστική χωρητικότητα και αυξάνει την λειτουργική υπολειπόμενη χωρητικότητα, ιδίως κατά την άσκηση, έχοντας ως αποτέλεσμα τη δύσπνοια και τον περιορισμό της ικανότητας άσκησης. Η υπερδιάταση θεωρείται ο κύριος μηχανισμός δύσπνοιας στην κόπωση. Τα βρογχοδιασταλτικά φάρμακα δρουν στους περιφερικούς αεραγωγούς μειώνοντας την παγίδευση του αέρα και ελαττώνοντας έτσι τις ποσότητες αέρα στους πνεύμονες, βελτιώνοντας τα συμπτώματα και την ικανότητα για άσκηση.

Τα συμπτώματα της ΧΑΠ:

Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της ΧΑΠ είναι η δύσπνοια, ο βήχας και η παραγωγή πτυέλων, αν και η δύσπνοια αποτελεί το συχνότερο αίτιο επίσκεψης των ασθενών στον ιατρό αναζητώντας ιατρική βοήθεια. Τα συμπτώματα της ΧΑΠ μπορεί να προκαλέσουν άγχος στους ασθενείς και να μειώσουν την ποιότητα ζωής όπως και τις καθημερινές δραστηριότητες. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι ποιο έντονα τις πρωινές ώρες κυρίως για εκείνους οι όποιοι πάσχουν από σοβαρή ΧΑΠ και να περιορίζουν πρωινές δραστηριότητες όπως το ανέβασμα και κατέβασμα σκάλας, το ντύσιμο, το λουτρό καθαριότητας. Ασθενείς με ΧΑΠ συχνά βιώνουν άγχος εξαιτίας της κατάστασης τους, το οποίο μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αίσθημα απομόνωσης και να προκαλέσει την αποφυγή κοινωνικών επαφών και καθημερινών δραστηριοτήτων. Πέρα από αυτά τα συμπτώματα, οι ασθενείς μπορεί να αναπτύξουν και άλλα συμπτώματα όπως κόπωση, ανορεξία και απώλεια βάρους.

 

Ενδεικτικά κλινικά χαρακτηριστικά για την διάγνωση της ΧΑΠ*

Δύσπνοια:

  • Επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου.
  • Επιδεινώνεται ιδιαίτερα με την άσκηση.
  • Είναι επίμονη.

Χρόνιος βήχας:

  • Μπορεί να είναι διαλείπων και μη παραγωγικός.
Χρόνια παραγωγή πτυέλων:
  • Οποιαδήποτε χρόνια παραγωγή πτυέλων μπορεί να υποδηλώνει ΧΑΠ

Ιστορικό έκθεσης σε παράγοντες κινδύνου:

  • Κάπνισμα.
  • Καπνός από οικιακό μαγείρεμα και καύσιμα που χρησιμοποιούνται για θέρμανση.
  • Σκόνες και χημικά στο εργασιακό περιβάλλον.
Οικογενειακό ιστορικό ΧΑΠ

 

*Τα κλινικά χαρακτηριστικά δεν αποτελούν διαγνωστικούς παράγοντες αφού η διάγνωση της ΧΑΠ τίθεται με την σπιρομέτρηση.

Η δύσπνοια:

Η δύσπνοια είναι το κύριο σύμπτωμα της ΧΑΠ και ο συχνότερος λόγος που οι ασθενείς αναζητούν ιατρική βοήθεια. Η δύσπνοια στη ΧΑΠ είναι συνήθως επίμονη και προοδευτική. Η επιδείνωση της πνευμονικής λειτουργίας συνδέεται με μειωμένη ικανότητα για άσκηση. Κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων της νόσου, η δύσπνοια παρατηρείται μόνο μετά από ασυνήθη προσπάθεια (π.χ. ανεβαίνοντας γρήγορα σκαλοπάτια). Καθώς χειροτερεύει η πνευμονική λειτουργία, η δύσπνοια συνοδεύει όλο και περισσότερο τις φυσιολογικές καθημερινές δραστηριότητες και καταλήγει να είναι παρούσα ακόμα και κατά την ανάπαυση.

Ο βήχας:

Το πρώτο σύμπτωμα που αναπτύσσεται, ο χρόνιος βήχας, συχνά υποεκτιμάται από τον ασθενή, ως αναμενόμενη συνέπεια του καπνίσματος. Αρχικά, ο βήχας μπορεί να είναι διαλείπων, όμως αργότερα είναι παρών καθημερινά. Ο χρόνιος βήχας που συνδέεται με τη ΧΑΠ μπορεί να μην έχει συνέπειες, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι κάποιοι ασθενείς μπορεί να αναπτύξουν σημαντικό περιορισμό της ροής του αέρα χωρίς την παρουσία βήχα.

Η απόχρεμψη πτυέλων:

Η απόχρεμψη αποτελεί επίσης βασικό σύμπτωμα της ΧΑΠ και οι ασθενείς συχνά αποβάλλουν ιξώδη βλέννη κατά τον βήχα. Η απόχρεμψη είναι συχνά δύσκολο να αξιολογηθεί επειδή πολλοί ασθενείς καταπίνουν τα πτύελα αντί να τα αποβάλλουν.

Οι παροξύνσεις:

Ως παρόξυνση της ΧΑΠ μπορεί να οριστεί «ένα οξύ περιστατικό που χαρακτηρίζεται από επιδείνωση των αναπνευστικών συμπτωμάτων των ασθενών που υπερβαίνει τις φυσιολογικές συνήθεις μεταβολές και οδηγεί σε αλλαγή της θεραπείας». Οι παροξύνσεις έχουν ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για τους ασθενείς και συνδέονται με μείωση της ποιότητας ζωής, επιδείνωση των συμπτωμάτων και της πνευμονικής λειτουργίας που μπορεί να διαρκέσουν αρκετές εβδομάδες, σημαντική θνησιμότητα και υψηλό κοινωνικο-οικονομικό κόστος. Η ενδονοσοκομειακή θνησιμότητα εξαιτίας των παροξύνσεων είναι σχεδόν 10% σε ασθενείς με υπερκαπνική παρόξυνση και οξέωση και η θνησιμότητα φτάνει το 40% στον ένα χρόνο σε ασθενείς που χρειάζονται μηχανική υποστήριξη. Η θνησιμότητα από όλες τις αιτίες φτάνει το 49% στα 3 χρόνια μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο λόγω παρόξυνσης.

Τα εξωπνευμονικά συμπτώματα:

Ενώ η ΧΑΠ επηρεάζει κατά κύριο λόγο τους πνεύμονες χαρακτηριστικά όπως δύσπνοια, κόπωση, απώλεια μυϊκής μάζας, διαταραχές ύπνου, διάθεσης και συχνές παροξύνσεις, έχουν επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των ασθενών, στην υγεία και την ευημερία, όπως αυτές αποτυπώνονται με τη χρήση έγκυρων ερωτηματολογίων (πχ. ερωτηματολόγιο SGRQ) υποδεικνύοντας την σημαντική συσχέτιση μεταξύ της κατάστασης υγείας και ενός ευρέος φάσματος ειδικών δεικτών μειωμένης υγείας.

Η ΧΑΠ μειώνει επίσης την ικανότητα των ασθενών για φυσική δραστηριότητα και μάλιστα νωρίς στην πορεία της ΧΑΠ ακόμα και σε ασθενείς με ήπια ΧΑΠ. Συγκρινόμενοι με άτομα που δεν πάσχουν από τη νόσο, οι ασθενείς με ΧΑΠ παραμένουν πιο συχνά καθιστοί (38% έναντι 11%) και είναι λιγότερο πιθανό να είναι δραστήριοι (19% έναντι 31%) ή μετρίως δραστήριοι (43% έναντι 58%). Τα μειωμένα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας μπορεί να συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο νοσηρότητας πέρα από αυτό που συνοδεύει τη νόσο, σε αντίθεση με τους ασθενείς με υψηλά επίπεδα καθημερινής δραστηριότητας που έχουν μικρότερο κίνδυνο νοσηλείας σε σχέση με όσους έχουν λιγότερη δραστηριότητα. Επιπλέον, το υψηλό επίπεδο δραστηριότητας συνδέεται με χαμηλό κίνδυνο θνησιμότητας και με μεγαλύτερο χρόνο μέχρι την πρώτη εισαγωγή σε νοσοκομείο εξαιτίας παρόξυνσης ΧΑΠ.

Διάγνωση της Χ.Α.Π:

Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο κλινικής διάγνωσης ΧΑΠ σε κάθε ασθενή που παρουσιάζει δύσπνοια, χρόνιο βήχα και απόχρεμψη πτυέλων ή/και ιστορικό έκθεσης σε παράγοντες κινδύνου για τη νόσο.

Ιατρικό ιστορικό:

Κατά την εισαγωγή ενός ασθενή με πρώιμα συμπτώματα ΧΑΠ, πρέπει να λαμβάνεται λεπτομερές ιατρικό ιστορικό για την εκτίμηση της έκθεσης του ασθενή σε παράγοντες κινδύνου όπως το κάπνισμα, το οικογενειακό ιστορικό ΧΑΠ ή άλλης χρόνιας αναπνευστικής ασθένειας, την εξέλιξη των συμπτωμάτων και την πιθανότητα μείωσης παραγόντων κινδύνου, όπως η διακοπή καπνίσματος.

Κλινική εξέταση:

Η ΧΑΠ μπορεί να χαρακτηρίζεται από την παρουσία διάφορων κλινικών σημείων, συνήθως όμως δεν εμφανίζονται μέχρι να σημειωθεί σοβαρή μείωση της πνευμονικής λειτουργίας, ενώ η απουσία τους δεν αποκλείει τη διάγνωση. Τα κλινικά σημεία μπορεί να περιλαμβάνουν αυξημένους όγκους πνευμόνων εξαιτίας της υπερδιάτασης, που μπορεί να εμφανίζεται ως βαρελοειδές σχήμα στήθους, κοιλιακή διάταση, μείωση της ηπατικής αμβλύτητας στην επίκρουση.

Η δύσπνοια κατά την ηρεμία μπορεί να εμφανιστεί ως αυξημένη συχνότητα αναπνοής (πάνω από 20 αναπνοές το λεπτό) και μπορεί να συνοδεύεται από τη χρήση επικουρικών μυών στην αναπνοή. Η κεντρική κυάνωση μπορεί να εμφανίζεται ως μπλε χροιά στα χείλη. Η αναπνοή με σφιγμένα χείλη, αποτελεί ένα ψυχολογικό αντανακλαστικό για να αυξηθεί η πίεση στους αεραγωγούς, μειώνοντας έτσι τη σύγκλιση των αεραγωγών ως δευτερογενές γνώρισμα της μείωσης της ελαστικής επαναφοράς που συνδέεται με το εμφύσημα.

Σε σοβαρή νόσο, η αυξημένη κατακράτηση υγρών συνδέεται με μείωση της δεξιάς καρδιακής λειτουργίας και με μεταβολική διαταραχή που οδηγεί σε αύξηση της πίεσης της σφαγιτιδικής φλέβας και σε οίδημα στους αστράγαλους. Το σύνδρομο αναφέρεται ως πνευμονική καρδία.

Η ακρόαση του θώρακα μπορεί να αποκαλύψει συριγμό, μειωμένο αναπνευστικό ψιθύρισμα και ρόγχους. Εξαιτίας της αποφρακτικής φύσης της νόσου, μπορεί να εμφανιστεί κλινικά παρατεταμένος χρόνος εκπνοής, όμως ο έλεγχος της πνευμονικής λειτουργίας είναι ο καλύτερος τρόπος ανίχνευσης της απόφραξης.

Μέτρηση του περιορισμού της ροής αέρα:

Ως αναπαραγώγιμος, τυποποιημένος και αντικειμενικός τρόπος μέτρησης του περιορισμού της ροής του αέρα, η σπιρομέτρηση είναι ο χρυσός κανόνας στην επιβεβαίωση της διάγνωσης της ΧΑΠ. Η σπιρομέτρηση πρέπει να εφαρμόζεται μετά τη χορήγηση βρογχοδιασταλτικού ώστε να ελαχιστοποιηθεί η μεταβλητότητα και να διασφαλιστεί ότι οι αεραγωγοί είναι πλήρως διεσταλμένοι όταν εκτελείται η δοκιμασία. Σύμφωνα με τις συστάσεις GOLD, η αναλογία FEV1 προς FVC μικρότερη του 0,70 επιβεβαιώνει τη διάγνωση ΧΑΠ.

Επιπρόσθετες εξετάσεις:

Περαιτέρω εξετάσεις ενδέχεται να είναι απαραίτητες ώστε να επιβεβαιωθεί ότι τα αναπνευστικά συμπτώματα και ο περιορισμός της ροής του αέρα είναι αποτέλεσμα της ΧΑΠ και όχι κάποιου άλλου χρόνιου πνευμονικού ή καρδιακού προβλήματος (βρογχεκτασία, καρκίνος πνευμόνων, χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια). Οι ακτινογραφίες θώρακα είναι χρήσιμες για τη διαφοροδιάγνωση. Η μέτρηση αερίων αίματος μπορεί να είναι κατάλληλη για τους ασθενείς με αρχική διάγνωση προχωρημένης ΧΑΠ. Επίσης, πρέπει να γίνεται έλεγχος για ανεπάρκεια α1-αντιθρυψίνης στους ασθενείς που προέρχονται από μέρη όπου η γενετική ανωμαλία είναι συνηθισμένη.

Διαφορική διάγνωση Χ.Α.Π. και άσθματος:

Η διάκριση μεταξύ ΧΑΠ και άσθματος είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς οι στρατηγικές θεραπείας και η πρόγνωση για τις δυο αυτές παθήσεις διαφέρουν. Παρότι η ΧΑΠ και το άσθμα μπορεί να επικαλύπτονται από την άποψη συμπτωμάτων και παθοφυσιολογίας, είναι δυο διακριτές καταστάσεις με θεμελιώδεις διαφορές που επηρεάζουν τόσο τη διάγνωση όσο και τη θεραπεία.

Τα βασικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τη Χ.Α.Π. από το άσθμα συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα.

 

Διαφοροδιάγνωση ΧΑΠ και άσθματος
Κλινικά χαρακτηριστικά ΧΑΠ Άσθμα
Συμπτώματα Προοδευτικά Επεισοδιακά
Νυν ή πρώην καπνιστής Κυρίως Πιθανά
Συμπτώματα σε ηλικία <35 ετών Σπάνια Συχνά
Χρόνιος παραγωγικός βήχας Συνήθης Ασυνήθης
Δύσπνοια Επίμονη και προοδευτική Ποικίλη
Νυχτερινή αφύπνιση λόγω δύσπνοιας ή/και συριγμός Όχι Ναι
Χειμερινή βρογχίτιδα Συνήθης Ασυνήθης
Αναστρεψιμότητα μετά από βρογχοδιαστολή <12% >12%
Φυσιολογία Νόσος των μικρών αεραγωγών (αποφρακτική βρογχιολίτιδα) και πνευμονικό παρέγχυμα (εμφύσημα) που οδηγούν σε ανωμαλίες ανταλλαγής αερίων, υπερέκκριση βλέννης και περιορισμό της ροής του αέρα Υπεραντιδραστικότητα και στένωση αεραγωγών προκληθείσα από μεσολαβητές φλεγμονής, οίδημα αεραγωγών και αναδιαμόρφωση αεραγωγών
Πορεία της νόσου Προοδευτική εξέλιξη Ποικίλη εξέλιξη, με μεταβαλλόμενα συμπτώματα

 

Η λανθασμένη διάγνωση μπορεί να οδηγήσει σε ακατάλληλη θεραπεία. Στο άσθμα, είναι σημαντικό να δίνεται στους ασθενείς με ήπια νόσο κατάλληλη προληπτική θεραπεία με αντιφλεγμονώδη φάρμακα, συχνότερα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (ICS), ώστε να διατηρηθεί ο έλεγχος. Στους ασθενείς με Χ.ΑΠ οι τρέχουσες οδηγίες συνιστούν τη χρήση βρογχοδιασταλτικών βραχείας δράσης (β2 αγωνιστές ή μουσκαρινικούς ανταγωνιστές) σε ασθενείς με λίγα συμπτώματα και χαμηλό κίνδυνο παρόξυνσης.

Τα βρογχοδιασταλτικά μακράς δράσης προτείνονται ως πρώτης επιλογής θεραπεία σε ασθενείς με πολλά συμπτώματα και χαμηλό κίνδυνο παρόξυνσης και ως θεραπευτική επιλογή για ασθενείς με λίγα συμπτώματα και υψηλό κίνδυνο παρόξυνσης και ασθενείς με πολλά συμπτώματα και υψηλό κίνδυνο παρόξυνσης. Η μακράς διάρκειας θεραπεία με εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (ICS) συνιστάται σε συνδυασμό με μακράς δράσης βρογχοδιασταλτικά για ασθενείς με σοβαρή ή πολύ σοβαρή ΧΑΠ και συχνές παροξύνσεις. Η συνδυασμένη χρήση β2 αγωνιστών και μουσκαρινικών ανταγωνιστών μπορεί να επιλεγεί εάν τα συμπτώματα δεν βελτιώνονται με έναν μόνο φαρμακευτικό παράγοντα σε ασθενείς όπου τα βρογχοδιασταλτικά αποτελούν την προτιμώμενη θεραπεία.

Η σωστή διάγνωση της ΧΑΠ διασφαλίζει την πρόσβαση των ασθενών σε πνευμονική αποκατάσταση, η οποία αποτελεί βασικό μέσο αντιμετώπισης της ΧΑΠ. Επιπρόσθετα, η σωστή διάγνωση προλαμβάνει τη λήψη ακατάλληλης θεραπείας με εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (ICS), η οποία αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης πνευμονίας και εξασφαλίζει τη λήψη βρογχοδιασταλτικών και τον έλεγχο των συμπτωμάτων. Η σωστή διάγνωση άσθματος είναι απαραίτητη ώστε ο ασθενής να λάβει την απαραίτητη αντιφλεγμονώδη αγωγή και να επιτύχει έλεγχο του άσθματος. Παρά τις προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά τη διαφοροδιάγνωση της ΧΑΠ από το άσθμα, η ακριβής διάγνωση αυτών των νοσημάτων είναι κομβικής σημασίας ώστε να διασφαλιστεί η σωστή διαχείριση της νόσου.

Πηγή:

Σχετικά άρθρα