Η έλλειψη σωματικής άσκησης και ο καθιστικός τρόπος ζωής συνδέονται στενά με την παχυσαρκία που είναι ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για αθηροσκλήρυνση και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Ταυτόχρονα, όλο και περισσότερα στοιχεία υποστηρίζουν τα οφέλη της σωματικής άσκησης σε καταστάσεις όπως η παχυσαρκία, η ινσουλινοαντίσταση, η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία.
Η άσκηση προκαλεί αίσθημα ευεξίας και βοηθά στη διατήρηση υγιούς αναλογίας μεταξύ μυϊκής μάζας και λιπώδους ιστού, αναλογία η οποία έχει την τάση να επιδεινώνεται με την πάροδο της ηλικίας.
Μελέτες έχουν αποδείξει ότι υπάρχει μείωση όλων των παραμέτρων της γλυκαιμίας συμπεριλαμβανομένης και της HbA1c σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, όταν αυτοί ασκούνται. Μεγάλες και αυστηρά ελεγχόμενες κλινικές μελέτες απέδειξαν ότι η μέτριας έντασης σωματική άσκηση και η δίαιτα μπορούν να περιορίσουν σημαντικά την εκδήλωση διαβήτη τύπου 2 σε άτομα με διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη.
Επομένως, η σωματική άσκηση συνιστάται όλο και περισσότερο ως θεραπευτικό εργαλείο, τόσο για τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη τύπου 2, όσο και για άτομα που κινδυνεύουν να εκδηλώσουν τη νόσο.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη πρέπει να ενθαρρύνονται στη σωματική άσκηση και να την υιοθετούν ως τρόπο ζωής. Τα θετικά αποτελέσματα της τακτικής άσκησης πρέπει να τονίζονται και σε συνεργασία με το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό να δημιουργούνται εξατομικευμένα προγράμματα άσκησης που λαμβάνουν υπόψη τις ατομικές προτιμήσεις και τον τρόπο ζωής των ασθενών. Είναι σαφές ότι αυτά τα προγράμματα πρέπει να εντάσσονται στην καθημερινότητα των ασθενών χωρίς να την επηρεάζουν, ενώ ταυτόχρονα να βιώνονται και ως ευχάριστη εμπειρία.
Το γεγονός ότι η σωματική άσκηση μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της δόσης του φαρμάκου που απαιτείται για τη θεραπευτική αγωγή του διαβήτη και σε ορισμένες δε περιπτώσεις διαβήτη τύπου 2, μπορεί να μην απαιτείται πια η εξακολούθηση της χορήγησης του φαρμάκου μπορεί να αποτελέσει ένα επιπρόσθετο κίνητρο για την άσκηση του ασθενούς.
Πριν την έναρξη κάποιου προγράμματος σωματικής άσκησης, ο ασθενής πρέπει να υποβάλλεται σε ιατρικές εξετάσεις. Για ασθενείς στους οποίους προγραμματίζεται άσκηση χαμηλής έντασης, αρκεί να πραγματοποιούνται εξετάσεις ρουτίνας για τον έλεγχο των μακρο- και μικρο-αγγειακών επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη. Πράγματι, δεν υπάρχουν αντενδείξεις για άσκηση χαμηλής έντασης, με την προϋπόθεση ότι αποφεύγεται οποιαδήποτε υπερβολή.
Για όσους επιλέγουν μέτρια ή έντονη άσκηση, απαιτούνται λεπτομερέστερες εξετάσεις. Αυτές θα πρέπει να καλύπτουν:
Το καρδιαγγειακό σύστημα:
Στην αξιολόγηση του καρδιαγγειακού συστήματος θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψη: η ηλικία, το είδος του διαβήτη και η διάρκειά του, η έκταση των επιπλοκών, η ύπαρξη άλλων παραγόντων κινδύνου.
Για άτομα άνω των 35 ετών ή >25 ετών με διαβήτη τύπου 2 διάρκειας >10 ετών ή διαβήτη τύπου 1 >15 έτη ή παρουσίας οποιουδήποτε επιπρόσθετου παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο ή παρουσία μικροαγγειακής νόσου (υπερπλαστική αμφιβληστροειδοπάθεια ή νεφροπάθεια, συμπεριλαμβανομένου και της μικρολευκωματινουρίας) ή περιφερική αγγειακή νόσο ή νευροπάθεια του αυτόνομου, η αξιολόγηση του καρδιαγγειακού θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει:
- Αξιολόγηση της αυτόνομης καρδιαγγειακής λειτουργίας, με μέτρηση της καρδιακής συχνότητας σε ηρεμία, της αλλαγής της καρδιακής συχνότητας με την αναπνοή και των επιδράσεων της θέσης του σώματος στην αρτηριακή πίεση. Η αυτόνομη καρδιακή νευροπάθεια μπορεί να υποδεικνύεται από την ταχυκαρδία ηρεμίας (>100 παλμούς ανά λεπτό), την ορθοστατική υπόταση (μείωση της συστολικής αρτηριακής πίεσης >20mmHg, στην όρθια στάση σε σχέση με την καθιστή), ή από την παρουσία και άλλων διαταραχών του αυτόνομου νευρικού συστήματος που αφορούν το δέρμα, τους οφθαλμούς, το γαστρεντερικό ή το ουροποιογεννητικό σύστημα. Υπόταση ή υπέρταση μετά από έντονη σωματική δραστηριότητα είναι πού πιθανό να εμφανιστείσε ασθενείς με νευροπάθεια του αυτόνομου, ιδιαίτερα κατά την έναρξη του προγράμματος άσκησης. Επειδή τα άτομα αυτά μπορούν να έχουν επίσης δυσκολία στην θερμορύθμιση, θα πρέπει να συμβουλεύονται να αποφεύγουν τη σωματική δραστηριότητα σε θερμό ή ψυχρό περιβάλλον και να βρίσκονται σε επαγρύπνηση σχετικά με την επαρκή ενυδάτωση.
- Δοκιμασία (τεστ) κόπωσης ειδικά σε ασθενείς που εμφανίζουν μη ειδικά ηλεκτροκαρδιογραφικά ευρήματα ισαχαιμίας του μυοκαρδίου.
- Οι ασθενείς με γνωστή στεφανιαία νόσο πρέπει να αξιολογηθούν προσεκτικά για να διαπιστωθεί η ισχαιμική απόκριση του ασθενούς στην άσκηση και ο κίνδυνος εμφάνισης αρρυθμίας κατά τη διάρκεια της άσκησης.
Τους οφθαλμούς:
- Θα πρέπει να υπάρχει πρόσφατη εξέταση του αμφιβληστροειδούς. Στους ασθενείς με υπερπλαστική αμφιβληστροειδοπάθεια, συνιστάται να αποφεύγουν την κοπιαστική και αναερόβια άσκηση η οποία μπορεί να επισπεύσει την αιμορραγία του υαλώδους ή την έλξη και αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς.
Τους νεφρούς:
Ειδικές συστάσεις δεν υπάρχουν για τη φυσική δραστηριότητα των ασθενών με αρχόμενη (μικρολευκωματινουρία <20 mg/min λευκωματίνης στα ούρα) ή έκδηλη (>200 mg/min) νεφροπάθεια αν και στην δεύτερη περίπτωση οι ασθενείς συχνά έχουν μειωμένη ικανότητα για σωματική δραστηριότητα, η οποία τους οδηγεί σε αυτοπεριορισμό του επιπέδου δραστηριότητας.
Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει σαφής λόγος να περιοριστεί η ένταση της άσκησης, μεγάλης έντασης άσκηση ή έντονη σωματική δραστηριότητα θα πρέπει μάλλον να αποθαρρύνονται σε αυτά τα άτομα, εκτός και αν η αρτηριακή πίεση παρακολουθείται προσεκτικά κατά τη διάρκεια της άσκησης.
Το περιφερικό νευρικό σύστημα και τα πόδια:
- Η διάγνωση της περιφερικής αρτηριακής νόσου βασίζεται στα συμπτώματα της νόσου, συμπεριλαμβανομένης της διαλείπουσας χωλότητας, των κρύων ποδιών, του μειωμένου ή απόντα σφυγμού, την ατροφία των υποδόριων ιστών και της απώλειας της τριχοφυΐας. Η μέτρηση των πιέσεων ροής με την χρήση του Doppler μπορεί να απαιτηθεί για να συμπληρωθεί η κλινική εξέταση.
- Πριν την έναρξη προγράμματος άσκησης, πρέπει να εξετάζονται τα πόδια και να επαληθεύεται η παρουσία αισθητικότητας. Πρέπει να συνιστάται η χρήση καλτσών και κατάλληλων παπουτσιών.
- Οι ασθενείς με μειωμένη αισθητικότητα στα πόδια πρέπει να εκπαιδευτούν, ώστε να εξετάζουν οι ίδιοι τα πόδια τους πριν και μετά από κάθε άσκηση. Τα άτομα αυτά πρέπει να αποφεύγουν το παρατεταμένο βάδισμα ή το τρέξιμο και να προτιμούν το κολύμπι, το ποδήλατο και άλλου είδους δραστηριότητες κατά τις οποίες δεν καταπονούνται τα πόδια.
Πριν την έναρξη οποιουδήποτε προγράμματος άσκησης συνιστάται όλοι οι ασθενείς να φέρουν μαζί τους μία ταυτότητα διαβητικού, να καταναλώνουν αρκετά υγρά και να φορούν κατάλληλα ρούχα και αντηλιακό όταν χρειάζεται.
Α. Το κατάλληλο πρόγραμμα άσκησης:
Η ένταση της σωματικής άσκησης προσδιορίζεται βάσει της ακόλουθης ταξινόμησης (συνήθως συνιστώνται 30-60 λεπτά άσκησης την ημέρα):
- Πολύ ήπια: <35% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας*.
- Ήπια: 35% έως 54% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας.
- Μέτρια: 55% έως 69% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας.
- Έντονη: 70% έως 89% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας.
- Πολύ έντονη: >90% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας.
- Μέγιστη: 100% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας.
*Η μέγιστη καρδιακή συχνότητα (σφυγμοί ανά λεπτό) υπολογίζεται ως 220 μείον την ηλικία (σε έτη).
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2:
Η σωματική άσκηση πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του θεραπευτικού προγράμματος για το διαβήτη τύπου 2 και για την πρόληψη του διαβήτη σε άτομα με διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη ή διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας.
Η άσκηση θα πρέπει να εντάσσεται όσο το δυνατόν νωρίτερα στο πρόγραμμα αντιμετώπισης της νόσου. Οι ασκήσεις αντοχής συνήθως δεν συνιστώνται σε διαβητικούς τύπου 2 με ελλιπή ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.
Κατά κανόνα, στο διαβήτη τύπου 2, πρέπει να ακολουθείται αερόβια άσκηση, με την προϋπόθεση η ένταση της άσκησης να είναι προσαρμοσμένη στις ατομικές δυνατότητες. Όσο προχωράει η ηλικία και αυξάνεται η διάρκεια του διαβήτη, προτιμάται η άσκηση ήπιας έως μέτριας έντασης, ενώ η έντονη είναι μόνο για άτομα με άριστη καρδιαγγειακή λειτουργία.
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1:
Η άσκηση στους διαβητικούς τύπου 1 παρέχει όλα τα οφέλη που παρατηρούνται και στα υγιή άτομα. Τα νεαρά άτομα με καλή μεταβολική ρύθμιση και χωρίς επιπλοκές δεν έχουν περιορισμούς στη σωματική άσκηση και μπορούν μάλιστα να συμμετέχουν σε έντονα ανταγωνιστικά αθλήματα. Για τους άλλους ασθενείς με διαβήτη τύπου 1, πρέπει να ακολουθούνται οι διαδικασίες παρακολούθησης και οι προφυλάξεις που αναφέρονται παραπάνω.
Η σημαντικότερη ανησυχία με την άσκηση είναι η υπογλυκαιμία, η οποία μπορεί να αποφευχθεί εάν ο ασθενής εκπαιδευτεί σε τεχνικές πρόληψης και παρακολούθησης.
Για την ελαχιστοποίηση των ανεπιθύμητων διακυμάνσεων της γλυκόζης του αίματος, που προκαλούνται από την άσκηση, οι ασθενείς θα πρέπει:
- Να αποφεύγουν την άσκηση εάν έχουν γλυκόζη αίματος >250 mg/dL (13,9 mmol/L) και κετονουρία.
- Να ασκούνται με προσοχή εάν έχουν γλυκόζη αίματος >300 mg/dL (16,7 mmol/L) χωρίς κετονουρία.
- Να καταναλώνουν υδατάνθρακες πριν την άσκηση, εάν έχουν γλυκόζη αίματος <100 mg/ dL (5,6 mmol/L).
- Να φέρουν μαζί τους κάποιο σνακ για άμεση απορρόφηση γλυκόζης, το οποίο μπορεί να χρειαστεί κατά τη διάρκεια της άσκησης, για την πρόληψη της υπογλυκαιμίας.
- Η εντατικοποιημένη ινσουλινοθεραπεία και η χρήση αντλίας ινσουλίνης παρέχει αυξημένη ευελιξία και επιτρέπει στους ασθενείς να προσαρμόζουν με ασφάλεια την παροχή ινσουλίνης ανάλογα με την ένταση της άσκησης.
Οι ηλικιωμένοι:
Έχει αποδειχθεί ότι η σωματική άσκηση είναι ευεργετική τόσο για τους ηλικιωμένους όσο και για τους νεότερους ασθενείς με διαβήτη και πρέπει να ενθαρρύνεται, αλλά θα πρέπει να ακολουθούνται όλες οι προφυλάξεις και οι διαδικασίες που αναφέρονται παραπάνω.
Παιδιά και έφηβοι:
Οι αρχές που διέπουν την άσκηση στους ενήλικες με διαβήτη τύπου 1 είναι συνήθως εφαρμόσιμες σε παιδιά και εφήβους. Είναι επιτακτική ανάγκη να τονίζεται η σημασία της αντιμετώπισης της γλυκαιμίας από τον ίδιο τον ασθενή για την αποφυγή της υπογλυκαιμίας.
Οι γονείς παιδιών κάτω των 10 έως 12 ετών πρέπει να συμμετέχουν στην εκπαίδευση. Οι κατασκηνώσεις θεωρούνται ιδανικό περιβάλλον για άσκηση και για να βιώσει κανείς τα αποτελέσματα των διαφορετικών παρεμβάσεων στη δόση της ινσουλίνης και τη λήψη υδατανθράκων.
Κύηση:
Γενικά, κατά τη διάρκεια της κύησης ενθαρρύνεται η σωματική άσκηση. Η ένταση και η επιλογή της δραστηριότητας πρέπει να αποφασίζεται σε συνεργασία με το μαιευτήρα.
Άτομα με αναπηρίες:
Τα άτομα με περιορισμένες σωματικές ικανότητες πρέπει να ενθαρρύνονται ώστε να πραγματοποιούν οποιαδήποτε σωματική άσκηση, όπως ασκήσεις για τα χέρια ή ασκήσεις σε καροτσάκι.
Β. Παρακολούθηση και συντήρηση:
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2:
Η προκαλούμενη από την άσκηση υπογλυκαιμία μπορεί να εκδηλωθεί σε ασθενείς που ακολουθούν αγωγή με ινσουλίνη και ινσουλινοεκκριταγωγά (σουλφονυλουρίες και μεγλιτινίδες). Υπογλυκαιμία μπορεί να εκδηλωθεί κατά την εντατική ή παρατεταμένη άσκηση και μάλιστα ακόμα και ώρες αργότερα.
Η παρακολούθηση της γλυκόζης του αίματος πρέπει να γίνεται τακτικά και για αρκετές ώρες μετά, έτσι ώστε οι ασθενείς να γνωρίζουν τη γλυκαιμική ανταπόκρισή τους στην άσκηση. Η γνώση αυτής της ανταπόκρισης βοηθά στην αποφυγή μελλοντικών υπογλυκαιμιών.
Οι ασθενείς που χρησιμοποιούν μόνο περιφερικώς δρώντα αντιδιαβητικά (μετφορμίνη και γλιταζόνες) και αναστολείς της α-γλυκοσιδάσης δεν αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο υπογλυκαιμίας. Εντούτοις, η παρακολούθηση της γλυκόζης του αίματος κατά τη διάρκεια και μετά από την άσκηση επιτρέπει σε αυτούς τους ασθενείς να εκτιμούν τα οφέλη της άσκησης στη γλυκόζη του αίματος.
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1:
Η παρακολούθηση της γλυκόζης του αίματος είναι υποχρεωτική σε όλους τους ασθενείς που ασκούνται. Όταν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα είναι υψηλά, πρέπει να ελέγχεται η κετονουρία και να αντιμετωπίζεται ανάλογα.
Η παρακολούθηση πρέπει να γίνεται πριν και μετά την άσκηση. Πρέπει επίσης να γίνεται συχνά (κάθε 1 έως 2 ώρες) κατά τη διάρκεια έντονης και / ή παρατεταμένης δραστηριότητας.
Σε ασθενείς χωρίς συνείδηση της υπογλυκαιμίας, πρέπει να πραγματοποιείται συχνή παρακολούθηση, ακόμα και στην περίπτωση λιγότερο έντονων μορφών άσκησης.
Η ενίσχυση της σημασίας της τακτικής σωματικής άσκησης πρέπει να αποτελεί μέρος της περιοδικής εξέτασης των ασθενών. Η κατάσταση της υγείας κάθε διαβητικού ατόμου και οι συστάσεις για σωματική άσκηση πρέπει να επανεξετάζονται ετησίως ή όταν παρίσταται ανάγκη (π.χ. νέες επιπλοκές, αλλαγή φαρμάκου). Στην επανεξέταση αυτή θα λαμβάνεται υπ' όψη το είδος, η ένταση και η διάρκεια της σωματικής άσκησης που προτείνεται.
Πηγή: Physical Activity / Exercise and Diabetes - Position Statement of American Diabetes Association - Diabetes Care, Volume 27, Supplement 1, January 2004.