Αντιδιαβητικά φάρμακα - Μεγλιτινίδες

Οι μεγλιτινίδες (meglitinides) είναι φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, δρουν με παρόμοιο τρόπο όπως και οι σουλφονυλουρίες, αλλά έχουν το πλεονέκτημα να προκαλούν έκκριση ινσουλίνης μόνον όταν η γλυκόζη αυξάνει, όπως αυτό συμβαίνει μετά το φαγητό.

Οι μεγλιτινίδες δρουν αμέσως μετά τη λήψη τους από το στόμα και η διάρκεια της δράσης τους είναι βραχεία. Λαμβάνονται μαζί με τα γεύματα 2-3 φορές την ημέρα και συνήθως συνχορηγούνται με μετφορμίνη προκαλώντας σπανίως υπογλυκαιμία.

Τόπος δράσης της νατεγλινίδηςΤόπος δράσης της νατεγλινίδης Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η ρεπαγλινίδη (Novonorm®) ένα παράγωγο του βενζοϊκού οξέος και η νατεγλινίδη (Starlix®) ένα παράγωγο της φαινυλαλανίνης. Ο τρόπος δράσης των μεγλιτινιδών είναι παρόμοιος με εκείνον των σουλφονυλουριών, δηλαδή δρουν διαμέσου ΑΤΡ -ευαίσθητων διαύλων Κ+ στα β- κύτταρα του παγκρέατος αλλά διαφέρουν από αυτές ως προς το βραχύ χρόνο ημίσειας ζωής και στη βραχεία διέγερση της έκκρισης ινσουλίνης που προκαλούν, καθώς και στο ότι η δράση τους εξαρτάται από την παρουσία γλυκόζης. Έτσι αποτελούν κατάλληλα φάρμακα για τη ρύθμιση της μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας (μειώνουν κατά 50-70% την μεταγευματική υπεργλυκαιμία) και η χορήγησή τους συνοδεύεται από μικρότερο κίνδυνο υπογλυκαιμίας και αύξησης βάρους.

Η νατεγλινίδη ειδικότερα, διεγείρει την πρώτη φάση έκκρισης ινσουλίνης και έχει βραχύτερη διάρκεια δράσης από τη ρεπαγλινίδη. Και τα δύο φάρμακα μεταβολίζονται στο ήπαρ και απεκκρίνονται η μεν ρεπαγλινίδη κυρίως στη χολή (90%) και επομένως, η χρήση της δεν αντενδείκνυται σε νεφρική ανεπάρκεια και η δε νατεγλινίδη κυρίως διαμέσου των νεφρών (90%).

Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα δεν έχουν αναφερθεί. Ωστόσο, φάρμακα που αναστέλλουν το ένζυμο CYP3A4 (πχ. ερυθρομυκίνη) και φάρμακα που επάγουν αυτό το ένζυμο (όπως η ριφαμπικίνη) πιθανά αυξάνουν και μειώνουν τη δραστικότητα των φαρμάκων, αντίστοιχα. Αλληλεπίδραση της ρεπαγλινίδης παρατηρήθηκε και με το υπολιπιδαιμικό φάρμακο γεμφιμπροζίλη το οποίο ενισχύει και παρατείνει τη δράση της ρεπαγλινίδης με αποτέλεσμα να αυξάνονται και να παρατείνονται τα υπογλυκαιμικά επεισόδια. Συνιστάται λοιπόν η αποφυγή συγχορήγησης αυτών των φαρμάκων.

Η νατεγλινίδη:

Είναι ένα παράγωγο του αμινοξέος φαινυλαλανίνη, που δρα βραχεία διεγείροντας την έκκριση της ινσουλίνης. Η δράση της εξαρτάται από την λειτουργικότητα των β - κυττάρων των παγκρεατικών νησιδίων. Η νατεγλινίδη κλείνει τους εξαρτώμενους από την ATP διαύλους του καλίου στη μεμβράνη των β-κυττάρων, με αποτέλεσμα να εκπολώνονται τα β-κύτταρα και να διανοίγονται οι δίαυλοι ασβεστίου. Η διακίνηση του ασβεστίου που δημιουργείται αυξάνει την έκκριση της ινσουλίνης. Η νατεγλινίδη, όταν ληφθεί πριν από το γεύμα, αποκαθιστά την πρώιμη ή πρώτη φάση της έκκρισης της ινσουλίνης, η οποία χάνεται σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, με αποτέλεσμα τη μείωση της μεταγευματικής γλυκόζης και της γλυκοζιλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c).

Η νατεγλινίδηΗ νατεγλινίδηΗλεκτροφυσιολογικές μελέτες αποδεικνύουν ότι η νατεγλινίδη έχει 45–300 φορές μεγαλύτερη εκλεκτικότητα για τα β-κύτταρα του παγκρέατος έναντι των Κ+ ATP διαύλων του καρδιαγγειακού. Σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, η ινσουλινοτρόπος ανταπόκριση μετά από ένα γεύμα εμφανίζεται μέσα στα πρώτα 15 λεπτά μετά μιας από του στόματος δόσης της νατεγλινίδης. Αυτό οδηγεί στη μείωση της γλυκόζης στο αίμα κατά την διάρκεια του γεύματος. Τα επίπεδα ινσουλίνης επανέρχονται στα αρχικά επίπεδα μέσα σε 3–4 ώρες, μειώνοντας τη μεταγευματική υπερινσουλιναιμία. Η προκαλούμενη από τη νατεγλινίδη έκκριση της ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος είναι ευαίσθητη στην γλυκόζη, έτσι ώστε να εκκρίνεται λιγότερη ινσουλίνη καθώς μειώνονται τα επίπεδα της γλυκόζης. Αντιθέτως, η συγχορήγηση τροφής ή έγχυση γλυκόζης, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της έκκρισης ινσουλίνης.

Σε συνδυασμό με τη μετφορμίνη, η επίδραση της νατεγλινίδης στην HbA1c ήταν προσθετική, συγκρινόμενη μόνη με τον ένα ή τον άλλον παράγοντα. Η αποτελεσματικότητα της νατεγλινίδης είναι κατώτερη εκείνης της μετφορμίνης σε μονοθεραπεία (μείωση της HbA1c κατά 0,9 σε σχέση με την μείωση 1,23 που πετυχαίνει η μετφορμίνη).

Η συνιστώμενη αρχική δόση της νατεγλινίδης (η οποία δεν πρέπει να χορηγείται σαν μονοθεραπεία αλλά σε συνδυασμό με μετφορμίνη) είναι 60 mg τρεις φορές ημερησίως πριν από τα γεύματα ενώ η δόση μπορεί να αυξηθεί σε 120 mg τρεις φορές ημερησίως ή μέχρι την μέγιστη δόση των 180 mg, τρεις φορές την ημέρα αξιολογώντας το θεραπευτικό αποτέλεσμα με περιοδικές μετρήσεις της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) και της γλυκόζης 1–2 ώρες μετά το γεύμα.

Ελάχιστες είναι και ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου, με κύρια παρενέργεια την υπογλυκαιμία ειδικά στην συνδυασμένη με μετφορμίνη αγωγή, το κοιλιακό άλγος, η διάρροια, η δυσπεψία και η ναυτία.

Η ρεπαγλινίδη:

Είναι ένα παράγωγο του καρβαμοϋλομεθυλικού βενζοϊκού οξέος, που διεγείρει την απελευθέρωση ινσουλίνης από το πάγκρεας, με τρόπο παρόμοιο με την νατεγλινίδη.

Η Η ρεπαγλινίδηΗ ρεπαγλινίδη ρεπαγλινίδη χορηγείται προγευματικά (15-30 λεπτά) και τιτλοποιείται εξατομικευμένα ώστε να βελτιώνει το γλυκαιμικό έλεγχο. Η συνιστώμενη δόση εκκίνησης είναι 0,5 mg η οποία μετά από μία έως δύο εβδομάδες τιτλοποίησης μπορεί να χορηγηθεί στη μέγιστη συνιστώμενη εφάπαξ δόση των 4 mg η οποία λαμβάνεται μαζί με τα κύρια γεύματα. Η μέγιστη συνολική ημερήσια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 16 mg.

H ρεπαγλινίδη μπορεί να χορηγηθεί σε συνδυασμό με μετφορμίνη, όταν η μετφορμίνη από μόνη της δεν ελέγχει επαρκώς τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Στην περίπτωση αυτή, η δοσολογία της μετφορμίνης πρέπει να διατηρείται αμετάβλητη και η ρεπαγλινίδη να χορηγείται συνοδά. Η δόση εκκίνησης της ρεπαγλινίδης είναι 0,5 mg που λαμβάνεται πριν από τα κύρια γεύματα. Η τιτλοποίηση καθορίζεται από την ανταπόκριση της γλυκόζης στο αίμα, όπως στη μονοθεραπεία.

Σαν ανεπιθύμητες ενέργειες της ρεπαγλινίδης καταγράφονται ο αυξημένος κίνδυνος υπογλυκαιμίας κυρίως σε θεραπεία συνδυασμού με μετφορμίνη και η αυξημένη συχνότητα εμφάνισης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου που καταγράφηκε σε μία επιδημιολογική μελέτη όπου παρόλα αυτά η αιτιολογία της σχέσης παραμένει αβέβαιη.

 

Περισσότερες πληροφορίες: Περίληψη των χαρακτηριστικών των προϊόντων Novonorm® και Starlix®.

Σχετικά άρθρα