Οι σχέσεις των εγγονιών με τον παππού ή τη γιαγιά επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Υπάρχει η περίπτωση αντί να πάει το παιδί στο σπίτι τους να έρχονται εκείνοι στο σπίτι του παιδιού. Υπάρχει ένα πλεονέκτημα: ότι το εγγόνι δεν αλλάζει περιβάλλον. Μειονέκτημα: φέρνει την πεθερά - μητέρα ή τον παππού πιο κοντά στη ζωή του νέου ζευγαριού. Αυτή η παρουσία είναι συχνά πηγή συγκρούσεων. Η γιαγιά, ευχαριστημένη στην αρχή, σχηματίζει σιγά-σιγά τη γνώμη πως την "προσέλαβαν" για τις δυσκολίες του νοικοκυριού, κατάσταση όχι ευχάριστη για κανένα. Ύστερα η τακτική αυτή προϋποθέτει μετακινήσεις των μεγάλων γονέων από το δικό τους σπίτι στο σπίτι των παιδιών, πράγμα κουραστικό, ιδίως ανηυγεία τους δεν είναι καλή κι χρειάζονται ξεκούραση.
Ως προς τα εγγόνια καμιά φορά παρουσιάζουν κάποια στάση ανωτερότητας απέναντι στον παππού ή τη γιαγιά. Άλλοτε στάσεις αυθάδειας ή ανεξαρτητοποίησης, γιατί αισθάνονται ν’ ακουμπούν σταθερά στις "πλάτες" των γονέων τους, ή γιατί μιμούνται τη στάση τους απέναντι στους δικούς τους γονείς. Βέβαια προτιμούν να ξέρουν πως υπάρχει κάποιος στο σπίτι, όταν γυρίζουν από το σχολείο, παρά να το βρίσκουν άδειο. Η γιαγιά θα τα καλωσορίσει, θα τους ετοιμάσει κάτι να φάνε, θα τ‘ ακούσει. Απομακρύνεται έτσι η εντύπωση ανησυχίας που προκαλείται στα παιδιά που τους "δίνουν το κλειδί". Αν δεν υπάρχει περίπτωση γιαγιά - παππούς μπορεί να βρεθούν υποκατάστατα, όπως μια γειτόνισσα, μια φίλη, με εναλλαγές βέβαια των μητέρων μεταξύ τους. Οι μεγάλοι γονείς που μεγάλωσαν τα εγγόνια τους, αφιερώνουν σ’ αυτό το καθήκον την τελευταία περίοδο της δραστήριας ζωής τους. Είναι μεγάλος ο πειρασμός να θεωρήσουν αυτή τη φύλαξη των εγγονιών, που τους ζητούν τα παιδιά τους, ως δεύτερη μητρότητα ή πατρότητα. Εξάλλου η επαφή με τα μικρά δημιουργεί συχνά εσωοικογενειακές αποχρώσεις σχέσεων: Ποιόν άραγε προτιμά το παιδί; του υποβάλλουν, άλλωστε, συχνά τη σχετική ερώτηση. Τίποτα δεν είναι πιο θλιβερό από το να βλέπουν ένα παιδί να διστάζει να απαντήσει σε τέτοια ερωτήματα, γιατί καταλαβαίνει καλά πως δεν πρέπει να λυπήσει κανένα. Ύστερα πώς να δώσει απάντηση, αφού δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του τα συναισθήματά του; Τι να κάνει; Να ευχαριστήσει απλώς αυτόν που τον ρωτάει; Κι αν αγαπά περισσότερο τη γιαγιά πώς να το πει στην μητέρα; Οι καταστάσεις αυτές μπορεί να είναι απλές μα καμιά φορά δημιουργούν στο παιδί ψυχικές συγκρούσεις. Ο παππούς, η γιαγιά "κλέβουν" από τους γονείς το παιδί τους. Τι πρέπει να γίνει; Μα για όλα αυτά τα θέματα υπεύθυνοι είναι οι γονείς του παιδιού, πώς θα το απαλλάξουν από συγκρουσιακές καταστάσεις. Σ‘ αυτό μπορούν να βοηθήσουν κι οι μεγάλοι γονείς αν δεν έχουν την τάση να "υπερβάλλουν" στο ρόλο τους.
Προβλήματα, πρόσθετα, στις συμβιώσεις των τριών γενεών προκαλεί και η εργασία της νεαρής μητέρας. Τονίζουμε μόνο την πλευρά των γονέων: δεν έχουν λόγο να πάρουν θέση ούτε για να διευκολύνουν την επαγγελματική εργασία της μητέρας, ούτε να αντιταχθούν σ’ αυτή. Στη δοσμένη περίσταση μπορούν μόνο να βοηθήσουν το νέο ζευγάρι να κάνει πράξη όποια λύση εκείνο θεωρήσει καλύτερη. Αν η λύση είναι να ανατεθεί η φροντίδα των παιδιών σε τρίτο άνθρωπο, να τη δεχτούν. Μπορεί ο ξένος, ο τρίτος άνθρωπος, με το χαρακτήρα και τη μόρφωσή του, να είναι καλύτερος, να εξυπηρετήσει καλύτερα το νέο ζευγάρι στην υπόθεση του παιδιού τους. Βέβαια αυτές οι στάσεις δεν είναι πάντα τόσο εύκολες να εφαρμοστούν.
- Υπάρχουν σήμερα γιαγιάδες που είναι απόλυτα ευτυχείς να ασχολούνται με τα εγγόνια τους. Δε θεωρούν το θέμα ούτε αγγαρεία, ούτε θυσία, μα πραγματική χαρά, που ξαναζεσταίνει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους. Αυτού του τύπου οι μεγάλοι γονείς δυσκολεύονται να παραδεχτούν καταστάσεις που τους στερούν τη χαρά να ασχολούνται οι ίδιοι με τα εγγονάκια τους.
- Άλλοι μεγάλοι γονείς βολεύονται πολύ καλά όταν δεν τους ζητούν ν’ ασχοληθούν με τα εγγόνια τους. Η σύγχρονη γιαγιά δεν αναλαβαίνει εύκολα τη φροντίδα τους. Ακόμη κι αν δεν έχει επαγγελματική απασχόληση, αισθάνεται πως μπορεί να κάνει πολλά πράγματα. Κι αν η νύφη της ή η κόρη της, της ζητούν να ασχολείται με τα παιδιά τους, καταλογίζουν πως "θέλουν να τους γεράσουν πριν την ώρα τους". Αν οι μεγάλοι γονείς εξακολουθούν να εργάζονται, οι νεαροί γονείς συναισθάνονται πως δεν πρέπει να αλλάξουν ή να τους διακόψουν ένα ρυθμό ζωής, που ήδη έχουν συνηθίσει.
Καμιά φορά, όμως, οι νεαροί έχουν τη γνώμη πως η γιαγιά πρέπει να εγκαταλείπει την εργασία της, για να είναι διαθέσιμη για τη φροντίδα των εγγονιών, χωρίς να παραστεί ανάγκη να καταφύγουν σε τρίτους. Μα τι θα γίνει όταν θα μεγαλώσουν τα παιδιά, όταν δεν τη χρειάζονται πια; Θα μπορεί να ξαναβρεί την εργασία της; Θα είναι πια αργά για να βρει μιαν άλλη κι έτσι η γιαγιά θα μείνει χωρίς ξεκάθαρο σκοπό. Ενώ αν συνέχιζε την εργασία της θα είχε την εντύπωση πως είναι ακόμη ένα δυναμικό στοιχείο, χρήσιμο στην κοινωνική ζωή. Γι‘ αυτό το λόγο σήμερα οι νέες γιαγιάδες δε δέχονται να ξεκόβουν από τη δραστήρια ζωή, ν’ απομονωθούν από τις φίλες τους, να απορροφηθούν σε μιαν απασχόληση - καθήκον - που θα τις απομάκρυνε από το ζωντανό κόσμο. Και κανείς δεν έχει δικαίωμα να επιβάλει ένα παρόμοιο τραυματισμό, πολύ περισσότερο οι γονείς στους γονείς, που τους έφεραν στον κόσμο.
Καλό θα είναι λοιπόν και οι παππούδες να λάβουν υπόψη τους μια σειρά από κανόνες:
- να αποδεχτούν τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών όπως τον καθορίζουν οι γονείς,
- να περιοριστούν στον ρόλο τους,
- να μην υποδεικνύουν στους γονείς τι να κάνουν μπροστά στα εγγόνια,
- να μην τους κριτικάρουν,
- να προσφέρουν μια εικόνα σταθερότητας,
- να γνωρίζουν τα ενδιαφέροντά τους.
- Πρέπει να έχουν πάντα υπόψη τους ότι δεν μπορούν να γίνουν γονείς ούτε δάσκαλοι. Ο ρόλος τους πρέπει να αποπνέει μια ευχάριστη αίσθηση ελευθερίας.
Βιβλιογραφία:
- Χουρδάκη, Μ. (2000). Οικογενειακή Ψυχολογία (4η έκδ.).Αθήνα: Leader Books.