Το καρκινικό αντιγόνο 125 (CA-125 - Cancer Antigen 125, Carcinoma Antigen 125, or Carbohydrate Antigen 125) είναι μία γλυκοπρωτεΐνη που φυσιολογικά ανιχνεύεται στο ενδομήτριο και στο υγρό της μήτρας, αλλά και στο ασκιτικό υγρό, στο υγρό κύστεων, εκκρίσεων από τη μήτρα και τον τράχηλο.
Ο δείκτης αυτός φαίνεται να είναι ο πιο ειδικός σε σχέση με όλους τους άλλους για τον έλεγχο των καρκινωμάτων των ωοθηκών. Τα επίπεδα του CA 125 σχετίζονται με το στάδιο και το μέγεθος του καρκίνου των ωοθηκών. Αυξημένα επίπεδα CA-125 παρουσιάζει το 50% των γυναικών που βρίσκεται στο στάδιο Ι της νόσου, το 90% στο στάδιο ΙΙ και το >90% στα στάδια ΙΙΙ και ΙV.
Υψηλά επίπεδα του αντιγόνου CA-125 ανευρίσκονται επίσης στο 15-20% των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο του αιδοίου, στο 30-40% των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας ή καρκίνο του ενδομητρίου καθώς και στο 50% των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο των σαλπίγγων.
Η κύρια χρήση του δείκτη αυτού όμως είναι η εκτίμηση της πορείας των παραπάνω παθολογικών καταστάσεων σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία, όπου και φαίνεται να αποτελεί τον πιο αξιόπιστο δείκτη, αλλά και για την παρακολούθηση γυναικών με ιστορικό συγγενούς καρκίνου των ωοθηκών, όπου προτείνεται ο ετησίως προσδιορισμός του μαζί με την κλινική και υπερηχογραφική εξέταση.
Η πτώση των επιπέδων του αντιγόνου CA-125 στα φυσιολογικά επίπεδα μετά από την χειρουργική επέμβαση και τη χημειοθεραπεία σχετίζονται με βελτίωση της επιβίωσης της ασθενούς, ενώ οι σταθερά αυξημένες τιμές του CA-125 υποδηλώνουν κακή πρόγνωση, αφού οι ασθενείς με μετεγχειρητικά επίπεδα CA-125 >65U/ml εμφανίζουν σημαντικά χαμηλότερη 5ετή επιβίωση.
Οι γυναίκες που υποβλήθηκαν σε χειρουργική εξαίρεση του καρκίνου των ωοθηκών θα πρέπει να επανελέγχονται με μέτρηση του CA-125 κάθε 3 με 4 μήνες για 2 χρόνια και μετά κάθε 6 μήνες, αφού οι αυξανόμενες ή διπλασιαζόμενες τιμές του αντιγόνου CA-125 υποδηλώνουν υποτροπή της νόσου.
Οι χρονικά επαναλαμβανόμενες μετρήσεις CA-125 βοηθούν στη διαφοδιάγνωση υψηλών τιμών σε κακοήθεις και μη κακοήθεις νόσους, αφού στην πρώτη περίπτωση οι τιμές αυξάνονται με το χρόνο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραμένουν σταθερές. Γενικά τιμές CA-125 μεγαλύτερες από 95 U/ml σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες μπορούν να διαχωρίσουν κακοήθεις από καλοήθεις όγκους της πυέλου.
Τα επίπεδα του CA-125 είναι αυξημένα επίσης κατά την παραγωγική φάση της έμμηνου ρύσης (κύκλου). Αυξημένες τιμές παρατηρούνται στο 1-2% φυσιολογικών ατόμων, στο 5% ατόμων με καλοήθη νόσο και στο 28% γυναικών με μη γυναικολογικούς καρκίνους.
Φυσιολογικές τιμές:
- <35 U/ml ή <35 KU/L.
To καρκινικό αντιγόνο 125 αυξάνει σε:
- Κακοήθη νοσήματα:
- Μη βλεννώδης επιθηλιακό καρκίνωμα ωοθηκών (85%). Δεν αυξάνει στο βλεννώδες αδενοκαρκίνωμα.
- Καρκίνος σαλπίγγων (100 %).
- Αδενοκαρκίνωμα του τραχήλου της μήτρας (83 %).
- Αδενοκαρκίνωμα ενδομητρίου (50%).
- Τροφοβλαστικοί όγκοι (45 %).
- Μη - Hodgkin λέμφωμα (40 %) με πλευρο-περικαρδιακή ή περιτοναϊκή συμμετοχή.
- Καρκινώματα πλακωδών κυττάρων του αιδοίου ή του τραχήλου της μήτρας (< 15 %).
- Καρκίνο του παγκρέατος, του ήπατος, του πνεύμονα, του παχέος εντέρου, των μαστών.
- Καταστάσεις που επηρεάζουν το ενδομήτριο:
- Εγκυμοσύνη (27 %).
- Έμμηνο ρύση.
- Ενδομητρίωση.
- Πλευριτική συλλογή ή λοίμωξη (π.χ. καρκίνος, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια).
- Περιτοναϊκή συλλογή ή φλεγμονή (π.χ. φλεγμονώδης νόσος της πυέλου). Ιδιαίτερα αυξημένο σε βακτηριακή περιτονίτιδα στην οποία η συγκέντρωσή του στο ασκητικό υγρό είναι μεγαλύτερη από την συγκέντρωση στον ορό.
- Καλοήθη νοσήματα:
- Κίρρωση, σοβαρή ηπατική νέκρωση (66 %)
- Άλλα νοσήματα του ήπατος, του παγκρέατος (οξεία παγκρεατίτιδα), της γαστρεντερικής οδού (5 % -8 %).
- Νεφρική ανεπάρκεια.
- Υγιή άτομα (1 %).
Στο 50%-70% των περιπτώσεων ορώδους καρκινώματος των ωοθηκών συνυπάρχουν αυξημένα επίπεδα και του καρκινοεμβρϋικού αντιγόνου (CEA). Η αναλογία CA-125/CEA είναι πολύ υψηλότερη στο ορώδες καρκίνωμα των ωοθηκών (10 και συχνά>100) από ότι σε καρκινώματα του μαστού, του πνεύμονα, του παχέος εντέρου ή του παγκρέατος (συνήθως<10), τα οποία μπορούν επίσης να προκαλέσουν αύξηση των επιπέδων αυτών των δεικτών.
Πρέπει να γνωρίζεται ότι οι παράγοντες κινδύνου εμφάνισης για καρκίνο των ωοθηκών είναι:
- Η καθυστερημένη εμμηνόπαυση.
- Η στειρότητα.
- Η ενδομητρίωση.
- Η ορμονοθεραπεία υποκατάστασης (οιστρογόνα χωρίς προγεστερόνη, επί 10 ή περισσότερα χρόνια).
- Η ηλικία άνω των 55 ετών.
- Η παχυσαρκία (συνδέεται μάλιστα με τις πιο επιθετικές μορφές καρκίνου των ωοθηκών).
- Ο ήδη διαγνωσμένος καρκίνος μαστού, μήτρας, παχέος εντέρου ή ορθού.
- Το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου των ωοθηκών (μητέρα, αδελφή ή κόρη με τη νόσο), αλλά και καρκίνου μαστού, μήτρας, παχέος εντέρου ή ορθού. Οι περισσότερες από τις περιπτώσεις κληρονομικού καρκίνου των ωοθηκών αποδίδονται σε μεταλλάξεις των ογκογονιδίων ΒRCΑ1 και ΒRCΑ2. Γυναίκες με μετάλλαξη σε ένα από αυτά τα γονίδια έχουν διά βίου κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου ωοθηκών έως και 60%.
* Οι νεοπλασματικοί δείκτες δεν είναι εξετάσεις ρουτίνας ούτε μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν προληπτικές (screening test) εξετάσεις ανίχνευσης κακοηθειών λόγω της χαμηλής ευαισθησίας και ειδικότητας και η χρήση τους περιορίζεται μόνο στην παρακολούθηση της πορείας της νεοπλασματικής πάθησης ή των αποτελεσμάτων της αντινεοπλασματικής θεραπείας.
Τα αποτελέσματα της εξέτασης θα πρέπει πάντα να αξιολογούνται μετά από συνεκτίμηση της κλινικής εικόνας, μόνο από τον θεράποντα ιατρό.
Πηγή:
- Denise D. Wilson - McGraw-Hill’s - Manual of Laboratory and Diagnostic Tests - CA-125 (Cancer Antigen 125, CA-125 Tumor Marker).
- Fischbach - A Manual of Laboratory and Diagnostic Tests 7th edition.